πολίχνιον: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
(4) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πολίχνιον:''' τό Plat., Isocr. = [[πολίχνη]]. | |elrutext='''πολίχνιον:''' τό Plat., Isocr. = [[πολίχνη]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολίχνιον -ου, τό [πολίχνη] stadje. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 1 January 2019
English (LSJ)
τό, Dim. of foreg., Pl.R.370d, Isoc.5.145, etc.
German (Pape)
[Seite 657] τό, dim. zum Vorigen; Plat. Rep. II, 370 d Isocr. 5, 145 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
πολίχνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Πλάτ. Πολ. 370D., Ἰσοκρ. 111Α, κτλ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 149.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de πολίχνη.
Greek Monotonic
πολίχνιον: τό, υποκορ. του προηγ., σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
πολίχνιον: τό Plat., Isocr. = πολίχνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολίχνιον -ου, τό [πολίχνη] stadje.