πολύστυλος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολύστῡλος:''' многоколонный (τὸ [[Ὠδεῖον]] Plut.).
|elrutext='''πολύστῡλος:''' многоколонный (τὸ [[Ὠδεῖον]] Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=πολύστυλος -ον [πολύς, στῦλος] met veel zuilen.
}}
}}

Revision as of 08:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύστῡλος Medium diacritics: πολύστυλος Low diacritics: πολύστυλος Capitals: ΠΟΛΥΣΤΥΛΟΣ
Transliteration A: polýstylos Transliteration B: polystylos Transliteration C: polystylos Beta Code: polu/stulos

English (LSJ)

ον,

   A with many columns, σκηνή, οἶκος, Str.15.1.21, 17.1.28; of the Odeum, Plu.Per. 13.

German (Pape)

[Seite 674] mit vielen Säulen; Plut. Pericl. 13; Strab. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύστῡλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς στύλους, Στράβ. 694, 806, Πλουτ. Περικλ. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreuses colonnes.
Étymologie: πολύς, στῦλος.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύστυλος, -ον, ΝΑ
(κυρίως για ναό) αυτός που έχει πολλούς στύλους, πολλούς κίονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + στῦλος (πρβλ. τετρά-στυλος)].

Greek Monotonic

πολύστῡλος: -ον, αυτός που έχει πολλούς στύλους, σε Στράβ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

πολύστῡλος: многоколонный (τὸ Ὠδεῖον Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύστυλος -ον [πολύς, στῦλος] met veel zuilen.