πραγματοδίφης: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πραγμᾰτοδίφης:''' ου (ῑ) ὁ кляузник, крючкотвор Arph. | |elrutext='''πραγμᾰτοδίφης:''' ου (ῑ) ὁ кляузник, крючкотвор Arph. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πραγματοδίφης -ου, ὁ [πρᾶγμα, διφάω] iemand die op processen uit is. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:12, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A one who hunts after lawsuits, pettifogger, Ar.Av.1424.
German (Pape)
[Seite 693] ὁ, der Händelsucher, Ar. Av. 1424.
Greek (Liddell-Scott)
πραγμᾰτοδίφης: [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἐπιδιώκων δίκας, δικολόγος, Ἀριστ. Ὄρν. 1424.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chercheur d’affaire, chicaneur.
Étymologie: πρᾶγμα, διφάω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που επιζητεί έριδες, δίκες («ἀλλὰ κλητήρ εἰμι νησιώτικος... καὶ πραγματοδίφης», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρᾶγμα, -ατος + -δίφης (< διφῶ «ψάχνω, ερευνώ»), πρβλ. αστρο-δίφης, ιστοριο-δίφης].
Greek Monotonic
πραγμᾰτοδίφης: [ῑ], -ου, ὁ (διφάω), αυτός που κυνηγά, επιδιώκει να αποκτήσει δίκες, δικολάβος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πραγμᾰτοδίφης: ου (ῑ) ὁ кляузник, крючкотвор Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πραγματοδίφης -ου, ὁ [πρᾶγμα, διφάω] iemand die op processen uit is.