πρόβα: Difference between revisions

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
(Bailly1_4)
 
(nl)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>2ᵉ sg. poét. impér. ao. de</i> [[προβαίνω]].
|btext=<i>2ᵉ sg. poét. impér. ao. de</i> [[προβαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΝ<br />[[δοκιμή]], [[ιδίως]] ενδύματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> δοκιμαστική [[εκτέλεση]] μουσικού ή θεατρικού έργου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πρόβα]] τζενεράλε» — η τελευταία γενική [[δοκιμή]] [[πριν]] από την [[παράσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>prova</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>probo</i> «[[δοκιμάζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόβα:''' αντί <i>προβῆθι</i>, προστ. αορ. βʹ του [[προβαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πρόβᾱ:''' Eur., Arph. (= πρόβηθι) 2 л. sing. imper. aor. к [[προβαίνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=πρόβα imperat. aor. act. 2 sing. van προβαίνω.
}}
}}

Latest revision as of 08:21, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. poét. impér. ao. de προβαίνω.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΝ
δοκιμή, ιδίως ενδύματος
νεοελλ.
1. δοκιμαστική εκτέλεση μουσικού ή θεατρικού έργου
2. φρ. «πρόβα τζενεράλε» — η τελευταία γενική δοκιμή πριν από την παράσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. prova < λατ. probo «δοκιμάζω»].

Greek Monotonic

πρόβα: αντί προβῆθι, προστ. αορ. βʹ του προβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

πρόβᾱ: Eur., Arph. (= πρόβηθι) 2 л. sing. imper. aor. к προβαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόβα imperat. aor. act. 2 sing. van προβαίνω.