προεξεπίσταμαι: Difference between revisions
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(4) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προεξεπίστᾰμαι:''' стяж. [[προὐξεπίσταμαι]] (только praes.) знать наперед (πάντα τὰ μέλλοντα Aesch.). | |elrutext='''προεξεπίστᾰμαι:''' стяж. [[προὐξεπίσταμαι]] (только praes.) знать наперед (πάντα τὰ μέλλοντα Aesch.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προ-εξεπίσταμαι en προυξεπίσταμαι alleen praes., van tevoren helemaal weten:. πάντα προυξεπίσταμαι σκεθρῶς τὰ μέλλοντ ( α ) ik weet van tevoren precies alles wat zal gebeuren Aeschl. PV 101. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:28, 1 January 2019
English (LSJ)
contr. προὐξ-,
A know well before, πάντα A.Pr.101; τὸ λοιπὸν ἄλγος π. τορῶς ib.699.
German (Pape)
[Seite 720] zsgzgn προὐξεπίσταμαι, genau vorher od. voraus wissen; πάντα, Aesch. Prom. 101; τορῶς, 701.
Greek (Liddell-Scott)
προεξεπίστᾰμαι: συνῃρ. προὐξ-, ἀποθ., ἐξεπίσταμαι, γινώσκω καλῶς πρότερον, πάντα Αἰσχύλ. Πρ. 101· τὸ λοιπὸν ἄλλος πρ. τορῶς αὐτόθι 699.
French (Bailly abrégé)
par contr. προὐξεπίσταμαι;
seul. prés.
savoir d’avance, acc..
Étymologie: πρό, ἐξεπίσταμαι.
Greek Monolingual
και προὐξεπίσταμαι Α
γνωρίζω καλά κάτι από πριν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐξεπίσταμαι «γνωρίζω καλά»].
Greek Monotonic
προεξεπίστᾰμαι: συνηρ. προὐξ-, αποθ., γνωρίζω καλά από πριν, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
προεξεπίστᾰμαι: стяж. προὐξεπίσταμαι (только praes.) знать наперед (πάντα τὰ μέλλοντα Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εξεπίσταμαι en προυξεπίσταμαι alleen praes., van tevoren helemaal weten:. πάντα προυξεπίσταμαι σκεθρῶς τὰ μέλλοντ ( α ) ik weet van tevoren precies alles wat zal gebeuren Aeschl. PV 101.