σαγηνευτήρ: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σᾰγηνευτήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που ψαρεύει με δίχτυα, [[ψαράς]], αλιέας· λέγεται επίσης για το [[χτένι]], για τη [[τσατσάρα]], [[τριχῶν]] [[σαγηνευτήρ]], σε Ανθ. | |lsmtext='''σᾰγηνευτήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που ψαρεύει με δίχτυα, [[ψαράς]], αλιέας· λέγεται επίσης για το [[χτένι]], για τη [[τσατσάρα]], [[τριχῶν]] [[σαγηνευτήρ]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σᾰγηνευτήρ, -ῆρος, ὁ [σαγηνεύω] sleepnetvisser; overdr.. τριχῶν σ. sleepnetvisser voor haren (= kam) AP 6.211.5. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A one who fishes with the σαγήνη: hence, of a comb, πλατὺς τριχῶν σ. AP6.211 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 857] ῆρος, ὁ, = Folgdm; Leon. Tar. 5 (VI, 211) nennt den Kamm τὸν πλατὺν τριχῶν σαγηνευτῆρα.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰγηνευτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἁλιεύων διὰ σαγήνης· ἐνυεῦθεν ἐπὶ τοῦ κτενίου, πλατὺς τριχῶν σαγ. Ἀνθ. Π. 6, 211.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
c. σαγηνεύς.
Étymologie: σαγηνεύω.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
αυτός που αλιεύει με το δίχτυ σαγήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγηνεύω + επίθημα -τήρ (πρβλ. πυρσευ-τήρ, ταριχευ-τήρ)].
Greek Monotonic
σᾰγηνευτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που ψαρεύει με δίχτυα, ψαράς, αλιέας· λέγεται επίσης για το χτένι, για τη τσατσάρα, τριχῶν σαγηνευτήρ, σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σᾰγηνευτήρ, -ῆρος, ὁ [σαγηνεύω] sleepnetvisser; overdr.. τριχῶν σ. sleepnetvisser voor haren (= kam) AP 6.211.5.