πτοιώδης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source
(35)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[πτοία]]<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) φοβισμένος, τρομαγμένος<br /><b>2.</b> (για ψυχική [[κατάσταση]]) αυτή που οφείλεται σε φόβο.
|mltxt=-ῶδες, Α [[πτοία]]<br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) φοβισμένος, τρομαγμένος<br /><b>2.</b> (για ψυχική [[κατάσταση]]) αυτή που οφείλεται σε φόβο.
}}
{{elnl
|elnltext=πτοιώδης -ες [πτοία] angstig.
}}
}}

Revision as of 08:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτοιώδης Medium diacritics: πτοιώδης Low diacritics: πτοιώδης Capitals: ΠΤΟΙΩΔΗΣ
Transliteration A: ptoiṓdēs Transliteration B: ptoiōdēs Transliteration C: ptoiodis Beta Code: ptoiw/dhs

English (LSJ)

ες, (πτοία)

   A scared, shy, Hp.Epid.6.2.20, cf. Erot.; ὁρμαί, ἄγνοια, Stoic.3.166.

German (Pape)

[Seite 811] ες, = πτοώδης, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πτοιώδης: -ες, ἴδε πτοώδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πτοία
1. (για πρόσ.) φοβισμένος, τρομαγμένος
2. (για ψυχική κατάσταση) αυτή που οφείλεται σε φόβο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτοιώδης -ες [πτοία] angstig.