σιδηρόδετος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σῐδηρόδετος:''' дор. σῐδᾱρόδετος 2 сбитый или обитый железом ([[ξύλον]] Her.; [[κνῆσμα]] Anth.).
|elrutext='''σῐδηρόδετος:''' дор. σῐδᾱρόδετος 2 сбитый или обитый железом ([[ξύλον]] Her.; [[κνῆσμα]] Anth.).
}}
{{elnl
|elnltext=σιδηρόδετος -ον, Dor. σιδᾱρόδετος [σίδηρος, δέω] met ijzer vastgeklonken.
}}
}}

Revision as of 08:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρόδετος Medium diacritics: σιδηρόδετος Low diacritics: σιδηρόδετος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΔΕΤΟΣ
Transliteration A: sidēródetos Transliteration B: sidērodetos Transliteration C: sidirodetos Beta Code: sidhro/detos

English (LSJ)

ον,

   A iron-bound, πόρπακες B.Fr.3; ἐδέδετο ἐν ξύλῳ σ., of stocks, Hdt.9.37; μόχλοι J.BJ 6.5.3.

German (Pape)

[Seite 879] mit Eisen gebunden, gefesselt, mit Eisen beschlagen, angeschmiedet; ξύλον σιδηρόδετον, Her. 9, 37; πόρπαξ, Bacchylid. fr. 12; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρόδετος: -ον, ὁ διὰ σιδήρου δεδεμένος, πόρπακες Βακχυλ. 13. 6· ἐδέδετο ἐν ξύλῳ σ., ἐπὶ ποδοκάκης, Ἡρόδ. 9. 37.
ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, σιδηροδέσμιος, ἐν δεσμοῖς ὤν, σ. ἔχειν τινὰ Ἄννα Κομν. 1. 401.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
attaché avec des liens de fer.
Étymologie: σίδηρος, δέω.

Greek Monolingual

-η, -ο / σιδηρόδετος, -ον, ΝΜΑ
σιδερόδετος
μσν.
σιδηροδέσμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -δετος (< δέω (II) «δένω»), πρβλ. χαλκό-δετος].

Greek Monotonic

σῐδηρόδετος: -ον, αυτός που είναι δεμένος με σίδηρο, σιδηροδέσμιος, αλυσοδεμένος· ἐν ξύλῳ σιδηροδέτῳ, δηλ. στα δεσμά, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρόδετος: дор. σῐδᾱρόδετος 2 сбитый или обитый железом (ξύλον Her.; κνῆσμα Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηρόδετος -ον, Dor. σιδᾱρόδετος [σίδηρος, δέω] met ijzer vastgeklonken.