σπουδαστός: Difference between revisions

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
(4)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σπουδαστός:''' [adj. verb. к [[σπουδάζω]] заслуживающий стараний, достойный усилий, значительный Plat. etc.
|elrutext='''σπουδαστός:''' [adj. verb. к [[σπουδάζω]] заслуживающий стараний, достойный усилий, значительный Plat. etc.
}}
{{elnl
|elnltext=σπουδαστός -ή -όν [σπουδάζω] waar men zijn best voor doet, waard om na te streven.
}}
}}

Revision as of 08:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπουδαστός Medium diacritics: σπουδαστός Low diacritics: σπουδαστός Capitals: ΣΠΟΥΔΑΣΤΟΣ
Transliteration A: spoudastós Transliteration B: spoudastos Transliteration C: spoudastos Beta Code: spoudasto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that deserves to be sought or tried zealously, Pl.Hp.Ma.297b, Arist.EN1163b25.

Greek (Liddell-Scott)

σπουδαστός: -ή, -όν, ὁ ἄξιος νὰ ζητηθῇ μετὰ σπουδῆς ἢ νὰ δοκιμασθῇ μετὰ ζήλου, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 297Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 14. 4.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
digne d’être recherché.
Étymologie: σπουδάζω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σπουδάζω
αυτός με τον οποίο αξίζει να ασχοληθεί πρόθυμα και μεθοδικά κάποιος.

Greek Monotonic

σπουδαστός: -ή, -όν (σπουδάζω), αυτός που αξίζει να επιζητηθεί με προθυμία ή να δοκιμαστεί με ζήλο, άξιος σπουδής, σπουδαίος, σημαντικός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

σπουδαστός: [adj. verb. к σπουδάζω заслуживающий стараний, достойный усилий, значительный Plat. etc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπουδαστός -ή -όν [σπουδάζω] waar men zijn best voor doet, waard om na te streven.