σπανιότης: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
(4)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σπᾰνιότης:''' ητος ἡ недостаток, нехватка, скудость (τῆς γῆς Isocr.).
|elrutext='''σπᾰνιότης:''' ητος ἡ недостаток, нехватка, скудость (τῆς γῆς Isocr.).
}}
{{elnl
|elnltext=σπανιότης -ητος, ἡ [σπάνιος] schaarste, gebrek.
}}
}}

Revision as of 08:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰνιότης Medium diacritics: σπανιότης Low diacritics: σπανιότης Capitals: ΣΠΑΝΙΟΤΗΣ
Transliteration A: spaniótēs Transliteration B: spaniotēs Transliteration C: spaniotis Beta Code: spanio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,= sq.,

   A lack, γῆς Isoc.4.34, 132: pl., rarities, J.BJ7.5.5.

German (Pape)

[Seite 916] ητος, ἡ, = Folgdm; τῆς γῆς, Isocr. 4, 34.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰνιότης: -ητος, ἡ, = τῷ ἑπομ., ἔλλειψις, ὀλιγότης, γῆς Ἰσοκρ. 47C, 68A.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
rareté, insuffisance.
Étymologie: σπάνιος.

Greek Monotonic

σπᾰνιότης: -ητος, τό, = το επόμ., έλλειψη ενός πράγματος, σε Ισοκρ.

Russian (Dvoretsky)

σπᾰνιότης: ητος ἡ недостаток, нехватка, скудость (τῆς γῆς Isocr.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπανιότης -ητος, ἡ [σπάνιος] schaarste, gebrek.