σκότωσις: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(4) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σκότωσις:''' εως ἡ досл. затемнение, перен. помрачение, упадок (μαντικῶν δυνάμεων Plut.). | |elrutext='''σκότωσις:''' εως ἡ досл. затемнение, перен. помрачение, упадок (μαντικῶν δυνάμεων Plut.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκότωσις -εως, ἡ [σκοτόω] geneesk. duizeling. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A darkening, eclipse, μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις Plu.2.414d. II dizziness, vertigo, Stoic.3.57, Erot. s.v. δῖνος, Gal. 19.417: metaph., ἄγνοια καὶ σ. Porph.Sent.29.
German (Pape)
[Seite 906] ἡ, Verfinsterung, Plut. det. or. 9; Schwindel, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
σκότωσις: ἡ, (σκοτόω) σκότισις, ἔκλειψις, μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις Πλούτ. 2. 414D. II. σκοτοδινία, ἴλιγγος, vertigo, Γαλην., Θεόφιλ. Πρωτοσπ. σ. 133· πρβλ. σκότωμα.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de couvrir de ténèbres.
Étymologie: σκοτόω.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, ΜΑ [σκοτῶ (III)]
μτφ. α) πνευματική ή ψυχική σύγχυση, πλάνη («τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι... ἐπισκήψασαν», Μηναί.)
β) θάμπωμα («τοσαύτη ἡ τῆς ἁμαρτίας σκότωσις», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκοτῶ (III), σκοτισμός, επισκότιση
2. ιατρ. σκοτοδίνη
3. τυφλότητα
4. έκλειψη («μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
σκότωσις: εως ἡ досл. затемнение, перен. помрачение, упадок (μαντικῶν δυνάμεων Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκότωσις -εως, ἡ [σκοτόω] geneesk. duizeling.