συνεπεισπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(4b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''συνεπεισπίπτω:''' вместе врываться, совместно вторгаться (εἰς πόλιν [[ἅμα]] τινί Plut.).
|elrutext='''συνεπεισπίπτω:''' вместе врываться, совместно вторгаться (εἰς πόλιν [[ἅμα]] τινί Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=συν-επεισπίπτω tegelijk met (...) binnenvallen in, met ἅμα + dat. en εἰς + acc.
}}
}}

Revision as of 09:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπεισπίπτω Medium diacritics: συνεπεισπίπτω Low diacritics: συνεπεισπίπτω Capitals: ΣΥΝΕΠΕΙΣΠΙΠΤΩ
Transliteration A: synepeispíptō Transliteration B: synepeispiptō Transliteration C: synepeispipto Beta Code: sunepeispi/ptw

English (LSJ)

   A rush in upon together, εἰς πόλιν ἅμα τινί Plu.Fab.17.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπεισπίπτω: ἐφορμῶ, ἐπιπίπτω ὁμοῦ, εἰς πόλιν ἅμα τινὶ Πλουτ. Φάβ. 17, πρβλ. Κοριολ. 8.

French (Bailly abrégé)

faire ensemble irruption.
Étymologie: σύν, ἐπεισπίπτω.

Greek Monolingual

Α
εφορμώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («συνεπεισπεσεῑν ἅμα τῇ φυγῇ τῶν πολεμίων εἰς τὴν πόλιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεισπίπτω «εισβάλλω, ορμώ»].

Greek Monolingual

Α
εφορμώ μαζί ή συγχρόνως με κάποιον («συνεπεισπεσεῑν ἅμα τῇ φυγῇ τῶν πολεμίων εἰς τὴν πόλιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπεισπίπτω «εισβάλλω, ορμώ»].

Greek Monotonic

συνεπεισπίπτω: εφορμώ ξαφνικά εναντίον από κοινού, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συνεπεισπίπτω: вместе врываться, совместно вторгаться (εἰς πόλιν ἅμα τινί Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επεισπίπτω tegelijk met (...) binnenvallen in, met ἅμα + dat. en εἰς + acc.