σχοινοπλόκος: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(40) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ, και [[σχοινιοπλόκος]] Α<br />αυτός που πλέκει [[σχοινιά]] και κατασκευάζει διάφορα αντικείμενα από [[σχοινιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] / [[σχοινίον]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), <b>πρβλ.</b> [[στιχοπλόκος]]. | |mltxt=ο, ΝΑ, και [[σχοινιοπλόκος]] Α<br />αυτός που πλέκει [[σχοινιά]] και κατασκευάζει διάφορα αντικείμενα από [[σχοινιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] / [[σχοινίον]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλόκος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), <b>πρβλ.</b> [[στιχοπλόκος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σχοινοπλόκος -ου, ὁ [σχοῖνος, πλέκω] touwslager. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A maker of rush-ropes or mats, Hp.Epid.4.2, Sch. Ar.Pax36, Suid.
German (Pape)
[Seite 1057] Binsen flechtend, aus Binsen Stricke, Seile, Matten, Körbe flechtend, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινοπλόκος: ὁ, ὁ πλέκων σχοινία ἢ ψιάθους, («ψάθας») ἐκ σχοίνων, Ἱππ. 1120C, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 36, Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tresse du jonc ; subst. cordier.
Étymologie: σχοῖνος, πλέκω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και σχοινιοπλόκος Α
αυτός που πλέκει σχοινιά και κατασκευάζει διάφορα αντικείμενα από σχοινιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος / σχοινίον + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. στιχοπλόκος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχοινοπλόκος -ου, ὁ [σχοῖνος, πλέκω] touwslager.