συγκατέχω: Difference between revisions
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
(nl) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκατέχω''': [[κατέχω]] [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Κρατ. 404A. | |lstext='''συγκατέχω''': [[κατέχω]] [[ὁμοῦ]], Πλάτ. Κρατ. 404A. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A keep together with, αὑτῷ Pl.Cra. 404a. II help in seizing, τῷ Κύλωνι τὴν ἀκρόπολιν Lib.Decl.22.33; help in holding down, Tab.Defix.Aud.156.44 (Rome, iv/v A.D.).
German (Pape)
[Seite 966] (s. ἔχω) mit oder zugleich an- oder festhalten, Plat. Crat. 404. a u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατέχω: κατέχω ὁμοῦ, Πλάτ. Κρατ. 404A.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
κατέχω κάτι από κοινού με άλλον
αρχ.
1. καταλαμβάνω κάτι συγχρόνως με κάποιον
2. συγκρατώ κάτι και εγώ με κάποιον άλλο.
Russian (Dvoretsky)
συγκατέχω: сдерживать, удерживать (αὑτῷ, sc. τινα Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κατέχω bij elkaar houden, bij... samenhouden, met acc. en dat.. ἔχοντας δὲ... μανίαν οὐδ ’ ἂν ὁ Κρόνος δύναιτο... ( αὐτοὺς ) συγκατέχειν αὑτῷ maar als ze in de greep zijn van waanzin dan zou zelfs Cronus ze niet bij zich kunnen vasthouden Plat. Crat. 404a.