συμφράδμων: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(nl)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[φράζω]]): counselling [[together]], pl., [[joint]] counsellors, Il. 2.372†.
|auten=([[φράζω]]): counselling [[together]], pl., [[joint]] counsellors, Il. 2.372†.
}}
{{grml
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[σύμβουλος]] («[[συμφράδμων]] Ὀδυσῆι παρίστατο θοῡρις [[Ἀθήνη]]», Τρυφιόδ.)<br /><b>2.</b> [[αρμονικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «συμφράδμονα θέσθαί τινα» — το να κάνει [[κανείς]] κάποιον σύμβουλό του (<b>Καλλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμφράζομαι]] «[[συσκέπτομαι]], [[συμβουλεύω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὁμο</i>-<i>φράδ</i>-<i>μων</i>)].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφράδμων Medium diacritics: συμφράδμων Low diacritics: συμφράδμων Capitals: ΣΥΜΦΡΑΔΜΩΝ
Transliteration A: symphrádmōn Transliteration B: symphradmōn Transliteration C: symfradmon Beta Code: sumfra/dmwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ,

   A one who joins in considering, counsellor, αἲ γὰρ . . τοιοῦτοι δέκα μοι συμφράδμονες εἶεν Il.2.372; σ. θέσθαι τινά Call.Aet.3.1.28, Naumach. ap. Stob.4.23.7, cf. Posidon. ap. Gal.5.400, Tryph.112.    II harmonious, in accord, κανόνες σ. αὐλῶν AP9.365 (Jul.); θυμός A.R.Fr.8.

German (Pape)

[Seite 992] ονος, ὁ, ἡ, mitrathend, mit gutem Rathe beistehend, αἲ γὰρ τοιοῦτοι δέκα μοι συμφράδμονες εἶεν Il. 2, 372, u. sp. D., wie Iulian. rex 2 (IX, 365).

Greek (Liddell-Scott)

συμφράδμων: -ονος, ὁ, ἡ, σύμβουλος, αἲ γάρ… τοιοῦτοι δέκα μοι συμφράδμονες εἶεν Ἰλ. Β. 372· σ. θέσθαι τινὰ Ναυμάχ. 22. ΙΙ. ὁ ἀπὸ τοῦ κοινοῦ ἠχῶν, ἐν συμφωνίᾳ ὤν, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ ἠχῶν, ἵσταται ἀμφαφόων κανόνας συμφράδμονας αὐλῶν Ἀνθ. Π. 9. 365· θυμὸς Ἀπολλ. Ρόδ. παρ’ Ἀθην. 283F.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
qui délibère avec, conseiller.
Étymologie: συμφράζω.

English (Autenrieth)

(φράζω): counselling together, pl., joint counsellors, Il. 2.372†.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. σύμβουλοςσυμφράδμων Ὀδυσῆι παρίστατο θοῡρις Ἀθήνη», Τρυφιόδ.)
2. αρμονικός
3. φρ. «συμφράδμονα θέσθαί τινα» — το να κάνει κανείς κάποιον σύμβουλό του (Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμφράζομαι «συσκέπτομαι, συμβουλεύω» + επίθημα -μων (πρβλ. ὁμο-φράδ-μων)].

Greek Monotonic

συμφράδμων: -ονος, ὁ, ἡ,
I. αυτός που συμμετέχει σε συμβούλιο, σύμβουλος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αυτός που ακούγεται σε συμφωνία με, εναρμονισμένος, με γεν., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

συμφράδμων: ονος adj.
1) подающий советы, советующий, советник Hom.;
2) согласно звучащий, созвучный (κανόνες αὐλῶν Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμφράδμων -ονος, ὁ [συμφράζω] raadgever.