συνεπιδίδωμι: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(4b)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=croître ensemble <i>ou</i> également.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιδίδωμι]].
|btext=croître ensemble <i>ou</i> également.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπιδίδωμι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[παραδίδω]] [[κάτι]] εξ ολοκλήρου ή εκουσίως («αὐτὸς [[ἡδέως]] σοι συνεπιδοίην ἐμαυτόν», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[συμμετέχω]] στην [[επίδοση]] αίτησης<br /><b>3.</b> [[προσφέρω]] [[μαζί]] («ὄτι σοι χρηστὰ νοοῡντι τὴν χεῑρα συνεπέδωκεν ὁ [[θεός]]», Θεμίστ.)<br /><b>4.</b> προάγομαι [[μαζί]] με κάποιον («ἡ τῆς ψυχῆς [[ἐνέργεια]]... συνεπιδίδωσι καὶ συναύξεται», Γρηγ. Νύσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιδίδωμι]] «[[δίνω]], [[χορηγώ]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιδίδωμι Medium diacritics: συνεπιδίδωμι Low diacritics: συνεπιδίδωμι Capitals: ΣΥΝΕΠΙΔΙΔΩΜΙ
Transliteration A: synepidídōmi Transliteration B: synepididōmi Transliteration C: synepididomi Beta Code: sunepidi/dwmi

English (LSJ)

   A give up wholly or willingly, ἑαυτόν τινι or εἴς τι Plb.31.24.5, 32.5.10; ἐς πάντα τὰ καλῶς ἔχοντα ἑαυτόν Supp.Epigr.4.601.8 (Teos, ii B.C.), cf. 3.468.16 (Thess., i B.C.); τῇ Κλωθοῖ σεαυτόν M.Ant.4.34; simply, συνεπέδωκε αὐτοσαυτὰν ἁ σύνοδος SIG698.6 (Delph., ii B.C.); τὰ σώματα προκινδυνεῦσαι D.H.3.15, cf. Inscr.Prien.109.156 (ii B.C.).    2 join in presenting an application, PAmh.2.85.24 (i A.D.), Sammelb.7363.25 (ii A.D.), etc.    3 offer together, τὴν χεῖρά τινι Them.Or.7.90a.    II intr., increase along with or together, Plu.2.448d.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιδίδωμι: παραδίδω ὁλοκλήρως ἢ ἑκουσίως, ἑαυτόν τινι ἢ εἴς τι Πολύβ. 32. 10, 5., 21. 10· τὰ σώματα προκινδυνεῦσαι Διον. Ἁλ. 3. 15. 2) προσφέρω ὁμοῦ, τὴν χεῖρά τινι Θεμίστ. 90Α. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπιδίδω ὁμοῦ, προάγομαι ὁμοῦ μετά τινος, Πλούτ. 2. 448D.

French (Bailly abrégé)

croître ensemble ou également.
Étymologie: σύν, ἐπιδίδωμι.

Greek Monolingual

Α
1. παραδίδω κάτι εξ ολοκλήρου ή εκουσίως («αὐτὸς ἡδέως σοι συνεπιδοίην ἐμαυτόν», Πολ.)
2. συμμετέχω στην επίδοση αίτησης
3. προσφέρω μαζί («ὄτι σοι χρηστὰ νοοῡντι τὴν χεῑρα συνεπέδωκεν ὁ θεός», Θεμίστ.)
4. προάγομαι μαζί με κάποιον («ἡ τῆς ψυχῆς ἐνέργεια... συνεπιδίδωσι καὶ συναύξεται», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιδίδωμι «δίνω, χορηγώ»].

Russian (Dvoretsky)

συνεπιδίδωμι: 1) одновременно или целиком отдавать (ἑαυτόν τινι или εἴς τι Polyb.);
2) одновременно прибавляться, нарастать (ἐπιρρεῖν καὶ σ. Plut.).