Κρής: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(3)
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρῆς]], τὸ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[κρέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρέας]], με [[συναίρεση]]].
|mltxt=[[κρῆς]], τὸ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[κρέας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρέας]], με [[συναίρεση]]].<br />ο (AM [[Κρής]], -ητός, θηλ. [[Κρήσσα]])<br />ο [[κάτοικος]] της Κρήτης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν, [[Κρητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το θηλ. στον πληθ.</b>) <i>Κρήσσαι</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αισχύλου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ὁ Κρὴς τὸν πόντον (ἀγνοεῑ)» — λέγεται για εκείνους που υποκρίνονται ότι αγνοούν [[κάτι]] που το ξέρουν καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Κρητ</i>-<i>ς</i>, με [[απλοποίηση]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>Κρητ</i>- του τ. [[Κρήτη]]<br />το θηλ. [[Κρήσσα]] <span style="color: red;"><</span> <i>Κρητ</i>-<i>yα</i> (πρβλ. [[μέλισσα]] <span style="color: red;"><</span> <i>μέλιτ</i>-<i>yα</i>). Ο τ. [[Κρης]] απαντά ήδη στη μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>Ke</i>-<i>re</i>].
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[Κρής]], -ητός, θηλ. [[Κρήσσα]])<br />ο [[κάτοικος]] της Κρήτης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν, [[Κρητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το θηλ. στον πληθ.</b>) <i>Κρήσσαι</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αισχύλου<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «ὁ Κρὴς τὸν πόντον (ἀγνοεῑ)» — λέγεται για εκείνους που υποκρίνονται ότι αγνοούν [[κάτι]] που το ξέρουν καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>Κρητ</i>-<i>ς</i>, με [[απλοποίηση]], <span style="color: red;"><</span> θ. <i>Κρητ</i>- του τ. [[Κρήτη]]<br />το θηλ. [[Κρήσσα]] <span style="color: red;"><</span> <i>Κρητ</i>-<i>yα</i> (πρβλ. [[μέλισσα]] <span style="color: red;"><</span> <i>μέλιτ</i>-<i>yα</i>). Ο τ. [[Κρης]] απαντά ήδη στη μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>Ke</i>-<i>re</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:55, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κρής Medium diacritics: Κρής Low diacritics: Κρης Capitals: ΚΡΗΣ
Transliteration A: Krḗs Transliteration B: Krēs Transliteration C: Kris Beta Code: *krh/s

English (LSJ)

ὁ, gen. Κρητός, mostly in pl. Κρῆτες, ῶν, Cretan, Il.2.645, etc.: prov., ὁ Κρὴς τὸν πόντον (sc. ἀγνοεῖ), of those who feign ignorance, Alcm.115, cf. Str.10.4.17:—fem. Κρῆσσα, ης, Sapph.54: in pl., title of play by Aeschylus: as Adj., Cretan,

   A Κρῆτα τρόπον Simon. 31; Κρὴς ταῦρος Apollod.2.5.7; μητρὸς . . Κρήσσης S.Aj.1295:—regul. Adj. Κρήσιος, α, ον, Id.Tr.119, E.Hipp.372 (both lyr.), Limen.39, etc.:—more freq. Κρητικός, ή, όν (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

Κρής: ὁ, γεν. Κρητός, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Κρῆτες, ῶν, ἐκ Κρήτης καταγόμενοι, κάτοικοι τῆς Κρήτης, κοινῶς Κρητικός, Ὅμ., κτλ.· θηλ. Κρῆσσα, ης, Αἰσχύλ. (δρᾶμά τι αὐτοῦ ἐκαλεῖτο Κρῆσσαι)· ‒ ὡσαύτως ὡς ἐπίθετ., Κρητικός, Κρῆτα τρόπον (Bgk Κρήταν) Σιμων. 38· Κρὴς ταῦρος Ἀπολλόδ. 2. 5, 7· μητρός… Κρήσσης Σοφ. Αἴ. 1295· ‒ ἀλλ᾿ ὁμαλ. ἐπίθ. Κρήσιος, -α, -ον, Σοφ. Σοφ. Τρ. 118, Εὐρ. Ἱππ. 372, κτλ.· ἢ συνηθέστερον Κρητικός, ή, όν, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ητός;
adj. m.
de Crète, Crétois ; οἱ Κρῆτες, les Crétois ; ◊ prov. πρὸς Κρῆτα ou πρὸς Κρῆτας κρητίζειν PLUT mentir comme un Crétois avec un Crétois, càd mentir à qui mieux mieux, à menteur menteur et demi ; ◊ prov. ὁ Κρὴς τὸν πόντον (ἀγνοεῖ) c’est l’hôpital qui se moque de la charité.
Étymologie:.

English (Autenrieth)

pl. Κρῆτες: the Cretans, inhabitants of Crete.

English (Slater)

Κρής pro subs.,
   1 a Cretan Κρῆτες τοξοφόροι (P. 5.41) λόγον ἄνακτος Εὐξαντίου ἐπαίνεσα [Κρητ]ῶν μαιομένων ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν (Pae. 4.36) ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν· Κρῆτα μὲν καλέοντι τρόπον (v. l. Κρήταν) *fr. 107b. 2.*

English (Strong)

from Κρήτη; a Cretan, i.e. inhabitant of Crete: Crete, Cretian.

English (Thayer)

ὁ, plural Κρῆτες, a Cretan, an inhabitant of the island of Crete: Titus 1:12 (cf. Farrar, St. Paul, 2:534).

Greek Monolingual

κρῆς, τὸ (Α)
(δωρ. τ.) κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας, με συναίρεση].
ο (AM Κρής, -ητός, θηλ. Κρήσσα)
ο κάτοικος της Κρήτης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν, Κρητικός
αρχ.
1. (το θηλ. στον πληθ.) Κρήσσαι
τίτλος δράματος του Αισχύλου
2. παροιμ. «ὁ Κρὴς τὸν πόντον (ἀγνοεῑ)» — λέγεται για εκείνους που υποκρίνονται ότι αγνοούν κάτι που το ξέρουν καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < Κρητ-ς, με απλοποίηση, < θ. Κρητ- του τ. Κρήτη
το θηλ. Κρήσσα < Κρητ- (πρβλ. μέλισσα < μέλιτ-). Ο τ. Κρης απαντά ήδη στη μυκηναϊκή με τη μορφή Ke-re].

Greek Monotonic

Κρής: ὁ, γεν. Κρητός, πληθ. Κρῆτες, -ῶν,
I. Κρητικός, σε Όμηρ. κ.λπ.· θηλ. Κρῆσσα, -ης, σε Αισχύλ.
II. ως επίθ., Κρητικός, σε Σοφ.· επίσης Κρήσιος, , -ον, στον ίδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Κρής: ητός adj. m критский Aesch. etc.
ητός ὁ (dat. pl. Κρησί - эп. Κρήτεσσι) критянин Hom. etc.: πρὸς Κρῆτα(ς) κρητίζειν погов. Polyb., Plut. лгать, как критянин критянину, т. е. обманывать обманщика.