αἴητος: Difference between revisions
From LSJ
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
(1) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αἴητος:''' Hom. = [[ἄητος]]. | |elrutext='''αἴητος:''' Hom. = [[ἄητος]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: [[ἄητος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 21:15, 2 January 2019
English (LSJ)
prob.
A = ἄητος (q. v.), πέλωρ, of Hephaestus, Il.18.410.
Greek (Liddell-Scott)
αἴητος: ἐν Ἰλ. Σ. 410· ὁ Ἥφαιστος ἀποκαλεῖται πέλωρ αἴητον, πιθαν = ἄητον, πελώριον, πανίσχυρον τέρας, Βουττμ. Λεξίλ ἐν λέξ. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au souffle bruyant.
Étymologie: ἄημι.
English (Autenrieth)
epith. of Hephaestus, πέλωρ αἴητον, ‘terrible;’ ‘puffing’ (if from ἄημι), Il. 18.410†. By some thought to be the same word as ἄητος.
Spanish (DGE)
-ον
sent. dud. quizá terrible, asustante πέλωρ de Hefesto Il.18.410, cf. αἴητον· πνευστικόν, ἢ πυρῶδες, ἐπὶ τοῦ Ἡφαίστου Hsch.
Greek Monotonic
αἴητος: στην Ομήρ. Ιλ. ο Ήφαιστος ονομαζόταν πέλωρ αἴητον = ἄητον, τρομερό, μεγάλο, πελώριο, ισχυρό τέρας.
Russian (Dvoretsky)
αἴητος: Hom. = ἄητος.
Frisk Etymological English
See also: ἄητος