ἄκατος: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(1) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄκᾰτος:''' (ᾰκ) ὁ, ион. ἡ легкое судно, ладья, челн Pind., Her., Thuc., Eur., Anth. | |elrutext='''ἄκᾰτος:''' (ᾰκ) ὁ, ион. ἡ легкое судно, ладья, челн Pind., Her., Thuc., Eur., Anth. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: f. (m.)<br />Meaning: <b class="b2">light vessel</b> (Thgn.), <b class="b2">boat-shaped cup</b> (Com.)<br />Derivatives: <b class="b3">ἀκάτιον</b>, also as <b class="b2">type of womans shoe</b> (Ar.); <b class="b3">ἀκάτειος</b>, <b class="b3">τὰ ἀκάτεια</b> (sc. <b class="b3">ἱστία</b>) <b class="b2">small sail, from a minor mast</b> (X.); <b class="b3">ἀκατίς</b> f. [[millepede]] (Steph. Med.), see Strömberg, Gr. Wortstud. 11.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: As a technical term prob. a loanword. Often, but without reason, connected with <b class="b3">ἀκ-</b> [[sharp]] (s. [[ἀκή]]). Diff. Winter Prothet. Vokal 12: to <b class="b3">κητήνη πλοῖον μέγα ὡς κῆτος</b> H. (rather from <b class="b3">κῆτος</b>?); | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 2 January 2019
English (LSJ)
[ᾰκ], ἡ (rarely ὁ, as Hdt.7.186):—
A light vessel, boat, Thgn. 458, Pi.P.11.40, Hdt. l.c., Th.7.25, etc.; used in the mysteries, IG 1.225c:—generally, ship, E.Hec.446, Or.342. II boat-shaped cup, Theopomp. Com.3 (= Telest.6), Antiph.4.
German (Pape)
[Seite 70] ἡ, 1) leichter, schnellsegelnder Nachen, Pind. N. 5, 2; εἰναλία P. 11, 40; Theogn. 457; θοά Eur. Or. 331 Hec. 443. Bei Her. 7, 186, der es als masc. braucht, Lastschiff, σιταγωγοί, wie Critias φορτηγοί, bei Athen. I, 28 c; auch Thuc. nennt es neben πλοῖα 7, 59. Vom Nachen des Charon, Hermesianax Ath. XIII, 597 b; ληθαίη Bass. 1 (IX, 279); χθονία Ant. Sid. 104 (VII, 464). – 2) Becher, Athen. XI, 782 f. vgl. Antiphan. Ath. XV, 692 f; Theop. com. XI, 501 f scheint den Telestes zu tadeln, der das Wort zuerst so brauchte, cf. B. A. 371, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκᾰτος: [ᾰκ], ἡ, (σπαν. ὁ, ὡς ἐν Ἡροδ. 7. 186), ἐλαφρὸν πλοῖον, λέμβος, Λατ. actuaria, Θέογν. 458, Πινδ. Π. 11. 60., Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ., κτλ.: πρβλ. ἀκάτιον, καθόλου, πλοῖον, Εὐρ. Ἑκ. 446., Ὀρ. 342. ΙΙ. ποτήριον ἔχον τὴν μορφὴν πλοίου, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ἀλθαίᾳ» 2. (= Τελέστης 6)· Ἀντιφ. ἐν «Ἀγροίκῳ» 5. πρβλ. ἀκάτιον, ΙΙ. ἐν τέλ., Πόρσ. Εὐρ. Μήδ. 139.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ, ὁ)
1 navire léger, brigantin, bateau de transport;
2 navire en gén.
Étymologie: R. Ἀκ, être aigu, à cause de la forme allongée de ces bateaux.
English (Slater)
ᾰκᾰτος
1 light vessel, boat ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν, ὡς ὅτ' ἄκατον ἐνναλίαν; (P. 11.40) ἀλλἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας (N. 5.2)
Spanish (DGE)
(ἄκᾰτος) -ου, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [masc. ὁ ἄ. Hdt.7.186, gen. ép. -οιο Nonn.D.23.130]
I 1bote, nave ligera Thgn.458, Pi.P.11.40, N.5.2, ἄ. θοά E.Hec.446, Or.342, ἄκατον παραβάλλου arrima la nave Ar.Eq.762, ἐπὶ τὰς ἀκάτους τὰς δημοσίας IG 22.1628.531 (IV a.C.), χαλκείῃ ἀκάτῳ βουπληθέος ἐξ Ἐρυθείης Euph.83, cf. Nonn.D.23.130
•barquita usada en los misterios IG 13.386.149, 160 (V a.C.), cf. ἀκάτιον I 2
•de la barca de Caronte, Hermesian.7.4.
2 barcaza de transporte φορτηγοὶ ἄκατοι Critias B 2.12, ἄ. σιταγωγὸς Hdt.7.186, cf. Th.7.25.
3 bote, chalupa de salvamento o servicio, unida a una embarcación mayor τράμπιος ὁλκαίης ἀκάτῳ ἴσος Nic.Th.268, cf. Hld.5.27.2.
II naveta copa en forma de nave, Theopomp.Com.4, Antiph.3.
• Etimología: Posiblemente es un préstamo; la rel. c. *ak- ‘punta’ es poco probable.
Greek Monolingual
η (και σπάνια, ο) (Α ἄκατος)
μικρό σκάφος
αρχ.
1. ελαφρό πλοίο
«ἐν τῇσι σιταγωγοῑσι ἀκάτοισι» (Ηρόδ. 7. 186)
2. πλοίο γενικά
«ποντοπόρους θοὰς ἀκάτους» (Ευρ. Εκ. 446)
3. είδος ποτηριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αναπόδεικτη είναι η δυνατή ίσως σύνδεση της λ. με τη ρίζα ἀκ- (πρβλ. ἀκή) < ΙΕ ak- «οξύς, μυτερός». Πιθανή είναι ακόμη η σύνδεση της λ. με τη γλώσσα του Ησυχίου κητήνη
«πλοῖον μέγα ὡς κῆτος». Πιθανότερο όμως φαίνεται ότι είναι δάνειο της Ελληνικής, εφόσον μάλιστα πρόκειται για τεχνικό όρο].
Greek Monotonic
ἄκᾰτος: [ᾰκ], ἡ, σπανιότερα απαντά ὁ,
1. ελαφρύ πλοίο, λέμβος, Λατ. actuaria, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πρβλ. ἀκάτιον.
2. γενικά, πλοίο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκᾰτος: (ᾰκ) ὁ, ион. ἡ легкое судно, ладья, челн Pind., Her., Thuc., Eur., Anth.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f. (m.)
Meaning: light vessel (Thgn.), boat-shaped cup (Com.)
Derivatives: ἀκάτιον, also as type of womans shoe (Ar.); ἀκάτειος, τὰ ἀκάτεια (sc. ἱστία) small sail, from a minor mast (X.); ἀκατίς f. millepede (Steph. Med.), see Strömberg, Gr. Wortstud. 11.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: As a technical term prob. a loanword. Often, but without reason, connected with ἀκ- sharp (s. ἀκή). Diff. Winter Prothet. Vokal 12: to κητήνη πλοῖον μέγα ὡς κῆτος H. (rather from κῆτος?);