ἄλλιξ: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(2)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄλλιξ]] (-ικος), η (Α)<br /><b>1.</b> αντρικό [[πανωφόρι]]<br /><b>2.</b> πορφυρή [[χλαμύδα]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πόρπης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αγνωστης ετυμολ. Η λ. απαντά σε θεσσαλικά [[κείμενα]] και σε ποιητές της Ελληνιστικής περιόδου. Το συνώνυμο λατινικό <i>alicula</i> «[[είδος]] χλαίνης» αποτελεί πιθ. [[δάνειο]] από την Ελληνική].
|mltxt=[[ἄλλιξ]] (-ικος), η (Α)<br /><b>1.</b> αντρικό [[πανωφόρι]]<br /><b>2.</b> πορφυρή [[χλαμύδα]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] πόρπης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αγνωστης ετυμολ. Η λ. απαντά σε θεσσαλικά [[κείμενα]] και σε ποιητές της Ελληνιστικής περιόδου. Το συνώνυμο λατινικό <i>alicula</i> «[[είδος]] χλαίνης» αποτελεί πιθ. [[δάνειο]] από την Ελληνική].
}}
{{etym
|etymtx=-ικος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">mans upper garment</b> (Euph.), [[χλαμύς]], also [[ἐμπόρπημα]] H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: For the glosses (EM, Suid.) s. DELG. The word would be Thessalian. - Unknown; from here Lat. [[alicula]].<br />See also:
}}
}}

Revision as of 21:20, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλλιξ Medium diacritics: ἄλλιξ Low diacritics: άλλιξ Capitals: ΑΛΛΙΞ
Transliteration A: állix Transliteration B: allix Transliteration C: alliks Beta Code: a)/llic

English (LSJ)

ῐκος, ἡ,

   A man's upper garment, Euph.144, Call.Fr149 ; purple cloak (Thessal.), EM68.33.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλλιξ: -ῐκος, ἡ, Λατ. alicula, ἀνδρικὸν ἐπανωφόριον, Εὐφορ. Ἀποσπ. 112, Καλλ. Ἀποσπ. 149, ἴδε Μυλλέρ. Ἀρχαιολ. τῆς τέχνης 3, 337. 6: ὡσαύτως ἄλληξ, ηκος, ἡ, Ἐτυμ. Μ. πρβλ. καὶ Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ῐκος, ἡ
cierta prenda con mangas ἄλλικα χρυσείῃσιν ἐεργομένην ἐνετῇσιν Call.Fr.253.11, Euph.156
sujeta con broche o tiras de púrpura, Hsch.α 3170, EM 902, propia de los tesalios EM 902.

• Etimología: Etim. desc. Prob. de aquí viene lat. ālicula.

Greek Monolingual

ἄλλιξ (-ικος), η (Α)
1. αντρικό πανωφόρι
2. πορφυρή χλαμύδα
3. είδος πόρπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Η λ. απαντά σε θεσσαλικά κείμενα και σε ποιητές της Ελληνιστικής περιόδου. Το συνώνυμο λατινικό alicula «είδος χλαίνης» αποτελεί πιθ. δάνειο από την Ελληνική].

Frisk Etymological English

-ικος
Grammatical information: f.
Meaning: mans upper garment (Euph.), χλαμύς, also ἐμπόρπημα H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: For the glosses (EM, Suid.) s. DELG. The word would be Thessalian. - Unknown; from here Lat. alicula.
See also: