ἄνθρυσκον: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(4) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄνθρυσκον]], το (Α)<br />[[είδος]] μαϊντανού με σγουρά φύλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με τα [[αθήρ]], [[ανθέριξ]] «το ακανθώδες [[μέρος]] του σταχιού». Υπάρχει και [[δεύτερος]] [[τύπος]] [[ένθρυσκον]], ο [[οποίος]] [[είναι]] [[μάλλον]] [[υστερογενής]]]. | |mltxt=[[ἄνθρυσκον]], το (Α)<br />[[είδος]] μαϊντανού με σγουρά φύλλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με τα [[αθήρ]], [[ανθέριξ]] «το ακανθώδες [[μέρος]] του σταχιού». Υπάρχει και [[δεύτερος]] [[τύπος]] [[ένθρυσκον]], ο [[οποίος]] [[είναι]] [[μάλλον]] [[υστερογενής]]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: <b class="b2">chervil, Scandix australis</b> (Sapph.).<br />Other forms: also <b class="b3">ἔνθρυσκον</b> (Pherecr.)<br />Derivatives: <b class="b3">ἀνθρίσκος</b> m.; <b class="b3">ἀνθρίσκιον λάχανον ἔχον ἄνθος</b>(,) <b class="b3">ὡς ἄνηθον</b>(,) <b class="b3">η τὸ ἄννησον</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: No etym. Connected with <b class="b3">ἀθήρ</b>, <b class="b3">ἀνθέριξ</b> because of the prickly fruit (?). Fur. 364 points to <b class="b3">ι</b>\/<b class="b3">υ</b>; for <b class="b3">ε</b>\/<b class="b3">α-</b> he thinks of assimilation <b class="b3">α</b> > <b class="b3">ε</b> before <b class="b3">ι</b>\/<b class="b3">υ</b>: doubtful); he rejects <b class="b3">θρύσκα ἄγρια λάχανα</b> H. as a mistake for <b class="b3">ἄνθρυσκα</b>. Substr. origin seems certain. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 2 January 2019
English (LSJ)
τό,
A chervil, Scandix australis, Sapph.Supp.25.13, Cratin.98.6, Pherecr.109 (ἔνθ-), Thphr.HP7.7.1 (ἔνθ-):—in Hsch. ἀνθρίσκιον, τό; in Poll.6.106 ἀνθρίσκος, ὁ.
German (Pape)
[Seite 234] τό, ein Doldengewächs, Ath. XV, 685 c aus Pherecr. u. Cratin., v. l. ἀνθρίσκιον, wie auch Theophr. geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνθρυσκον: τό, φυτὸν φέρον ἄνθος σκιαδωτόν, anthriscus, Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 11· γράφεται δὲ ἔνθρυσκον ἐν Φερεκρ. «Μεταλλεῦσιν» 2· πρβλ. Schneid, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 7.: - ὁ Σουΐδ. γράφει τὴν λέξιν δι’ οι καὶ ἑρμηνεύει: «ἄνθροισκα, ἄγρια λάχανα παραπλήσια ἀνήθοις, οἷα καὶ τὰ μάραθρα».
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): tb. ἀνθρύσκος Hsch.α 4957; ἀνθρίσκιον Hsch.; ἀνθρίσκος Poll.6.106; ἔνθρυσκον Thphr.HP 7.7.1
bot. quijones, peine de niño, Scandix australis L., Sapph.96.14, Cratin.98.6, Pherecr.109, Thphr.l.c., Poll.l.c.
• Etimología: Prob. derivado de la raíz de ἄνθος.
Greek Monolingual
ἄνθρυσκον, το (Α)
είδος μαϊντανού με σγουρά φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με τα αθήρ, ανθέριξ «το ακανθώδες μέρος του σταχιού». Υπάρχει και δεύτερος τύπος ένθρυσκον, ο οποίος είναι μάλλον υστερογενής].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: chervil, Scandix australis (Sapph.).
Other forms: also ἔνθρυσκον (Pherecr.)
Derivatives: ἀνθρίσκος m.; ἀνθρίσκιον λάχανον ἔχον ἄνθος(,) ὡς ἄνηθον(,) η τὸ ἄννησον H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etym. Connected with ἀθήρ, ἀνθέριξ because of the prickly fruit (?). Fur. 364 points to ι\/υ; for ε\/α- he thinks of assimilation α > ε before ι\/υ: doubtful); he rejects θρύσκα ἄγρια λάχανα H. as a mistake for ἄνθρυσκα. Substr. origin seems certain.