πέλυξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πέλυξ:''' -υκος, ὁ, είδος [[πέλεκυ]], σε Βάβρ.
|lsmtext='''πέλυξ:''' -υκος, ὁ, είδος [[πέλεκυ]], σε Βάβρ.
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[πέλεκυς]] and 1. [[πέλλα]].
}}
}}

Revision as of 05:20, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέλυξ Medium diacritics: πέλυξ Low diacritics: πέλυξ Capitals: ΠΕΛΥΞ
Transliteration A: pélyx Transliteration B: pelyx Transliteration C: pelyks Beta Code: pe/luc

English (LSJ)

υκος, ὁ,

   A = πέλλα 1, Poll.10.105.    II a kind of axe, LXX Je. 23.29, Babr.64.9 (with ῡ), Ath.9.392b, PHamb.10.40 (ii A.D.) ; rejected as barbarous by Phot. s.v. πέλεκυς :—Dim. πελύκιον, τό, Peripl.M.Rubr.6,17, PRyl.393v 15 (ii/iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 552] υκος, ὁ, = πέλιξ, bei den LXX. = πέλεκυς, von Phot. als ein barbarisches Wort bezeichnet. Den gen. πέλυκος führt Ath. IX, 392 b ohne Erkl. an. Vgl. Lob. Paralipp. p. 140.

Greek (Liddell-Scott)

πέλυξ: -υκος, ὁ, ἴδε ἐν λ. πέλλα. ΙΙ. εἶδος πελέκεως Ἀθήν. 392Β, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΚΓ΄, 29)· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ πελέκεως παρὰ Βαβρ. 64. 9· ἀλλ’ ἀποδοκιμάζεται ὡς βάρβαρον ὑπὸ τοῦ Φωτ.· ὑποκορ. πελύκιον, τό, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. θαλ. σ. 4 καὶ 10.

French (Bailly abrégé)

υκος (ὁ) :
1 écuelle ou bassin de bois;
2 hache.
Étymologie: cf. πέλεκυς.

Greek Monolingual

(I)
-υκος, ὁ, Α
ξύλινο αγγείο, πλατύ στον πυθμένα και στενότερο στο στόμιο, το οποίο χρησίμευε κατά την αρχαιότητα για άρμεγμα, η πέλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του πέλλα (Ι) «δοχείο για άρμεγμα» κατά το κάλυξ.———————— (II)
-υκος, ὁ, ΑΜ
είδος πελέκεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του πέλεκυς, κατά τα ονόματα σε -υξ (πρβλ. βόμβ-υξ, κάλ-υξ)].

Greek Monotonic

πέλυξ: -υκος, ὁ, είδος πέλεκυ, σε Βάβρ.

Frisk Etymological English

See also: s. πέλεκυς and 1. πέλλα.