Σύβαρις: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
(2b)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''Σύβᾰρις:''' εως и ιος ὁ Сибарис (левый приток р. [[Κρᾶθις]], на берегу которого находился г. Сибарис) Thuc., Diod.<br />εως, ῐδος и ῐος (ῠ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> Сибарида или Сибарис (город в южн. Италии, близ Торонтского залива, разрушенный кротонцами в 510 г. до н. э.; на его месте возник в 443 г. до н. э. город [[Θούριοι]]) Her., Arph., Arst. etc.;<br /><b class="num">2)</b> Сибарида (дочь Фемистокла) Plut.
|elrutext='''Σύβᾰρις:''' εως и ιος ὁ Сибарис (левый приток р. [[Κρᾶθις]], на берегу которого находился г. Сибарис) Thuc., Diod.<br />εως, ῐδος и ῐος (ῠ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> Сибарида или Сибарис (город в южн. Италии, близ Торонтского залива, разрушенный кротонцами в 510 г. до н. э.; на его месте возник в 443 г. до н. э. город [[Θούριοι]]) Her., Arph., Arst. etc.;<br /><b class="num">2)</b> Сибарида (дочь Фемистокла) Plut.
}}
{{etym
|etymtx=Meaning: Town in Italy (Great Greece) reputed for luxury and weakness (Pholostr., Plu.).<br />Derivatives: <b class="b3">Συβαρίτιδες εὐωχίαι</b> (Ar.), <b class="b3">συβαριάζειν</b> (Ar.), <b class="b3">-ασμός</b> (Phryn. Com.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown.
}}
}}

Revision as of 05:29, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σύβᾰρις Medium diacritics: Σύβαρις Low diacritics: Σύβαρις Capitals: ΣΥΒΑΡΙΣ
Transliteration A: Sýbaris Transliteration B: Sybaris Transliteration C: Syvaris Beta Code: *su/baris

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, gen. εως D.S.8 Fr.19, Ath.12.521a; dat. ει Ar.V. 1435; Ion. gen. ιος Hdt.6.21; also ιδος Str.8.7.5, Philostr.VA4.27:—Sybaris, Hdt.5.44, etc.    II as Appellat., luxury, voluptuousness, συβάριδος μεστοί Philostr. l.c., cf. Plu.Crass.32.

Greek (Liddell-Scott)

Σύβᾰρις: [ῠ], ἡ· γεν. εως, Διοδ. Ἐκλογ. 550. 93, Ἀθήν. 521Α· δοτικ. ει Ἀριστοφ. Σφ. 1435· Ἰων. γεν. -ιος Ἡρόδ.· καὶ -ιδος Στράβ. 386, Φιλόστρ. 166· - πόλις ἐν τῇ Μεγάλῃ Ἑλλάδι κειμένη ἐπὶ ποταμοῦ ὁμωνύμου καὶ διάσημος ἐπὶ τῇ φιληδονίᾳ καὶ ἁβρότητι τῶν κατοίκων αὐτῆς, Ἡρόδ. 5. 44, κτλ. ΙΙ. ὡς προσηγορικόν, πολυτέλεια, φιληδονία, τρυφηλότης, συβάριδος μεστοὶ Φιλόστρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. Πλουτ. Κράσσ. 32. (Ἐκ τοῦ σοβαρός, κατὰ τὸν Valck. εἰς Καλλίμ. σ. 182. Ἀλλ’ ἀναμφιβόλως τὸ ὄνομα τῆς πόλεως ᾖτο παλαιότερον τῆς ἡδυπαθείας καὶ ἀλαζονείας τῶν κατοίκων της, ἂν καὶ ἔτι κατὰ τοὺς παλαιοτάτους χρόνους ἦτο γνωστὴ ἡ ἁβρότης τοῦ Συβαριτικοῦ βίου, ὅθεν, φαίνεται, παρήχθησαν αἱ λέξεις Συβαρίζω, Συβαριασμός).

French (Bailly abrégé)

ιδος, ion. -ιος (ἡ) :
Sybaris, ville de la Grande-Grèce, renommée pour la mollesse de ses mœurs.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

-άρεως, ή, και ιων. τ. γεν. -άριος και -άριδος, Α
1. αρχαία ελληνική αποικία στην Λευκανία της Κάτω Ιταλίας, γνωστή για την φιληδονία και την τρυφηλοτητα τών κατοίκων της
2. σαρκοφάγο τέρας που κατοικούσε σε σπηλιά κοντά στους Δελφούς και καταβρόχθιζε ανθρώπους και ζώα, αλλ. Λάμια
3. ως προσηγ. σύβαρις
φιληδονία, τρυφηλότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Greek Monotonic

Σύβᾰρις: [ῠ], ἡ, γεν. -εως, Ιων. -ιος, , Σύβαρις, πόλη της Μεγάλης Ελλάδας (Κάτω Ιταλία), χτισμένη κοντά σε ποταμό με το ίδιο όνομα, διάσημη για τον τρυφηλό βίο των κατοίκων της, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Σύβᾰρις: εως и ιος ὁ Сибарис (левый приток р. Κρᾶθις, на берегу которого находился г. Сибарис) Thuc., Diod.
εως, ῐδος и ῐος (ῠ) ἡ
1) Сибарида или Сибарис (город в южн. Италии, близ Торонтского залива, разрушенный кротонцами в 510 г. до н. э.; на его месте возник в 443 г. до н. э. город Θούριοι) Her., Arph., Arst. etc.;
2) Сибарида (дочь Фемистокла) Plut.

Frisk Etymological English

Meaning: Town in Italy (Great Greece) reputed for luxury and weakness (Pholostr., Plu.).
Derivatives: Συβαρίτιδες εὐωχίαι (Ar.), συβαριάζειν (Ar.), -ασμός (Phryn. Com.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.