σάρων: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(36) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λάγνος]], τινὲς δὲ τὸ γυναικεῑον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ., όπως και ο παρλλ. τ. [[σάραβος]]. Πολλοί έχουν συνδέσει τους τ. με το ρ. [[σαίρω]] (Ι) «[[χάσκω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σαρωνίς]])]. | |mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λάγνος]], τινὲς δὲ τὸ γυναικεῑον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ., όπως και ο παρλλ. τ. [[σάραβος]]. Πολλοί έχουν συνδέσει τους τ. με το ρ. [[σαίρω]] (Ι) «[[χάσκω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σαρωνίς]])]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b3">λάγνος τινες δε γυναικεῖον</b> H.<br />Other forms: Cf. <b class="b3">σάραβος τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον</b> H.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:18, 3 January 2019
English (LSJ)
λάγνος, τινὲς δὲ τὸ γυναικεῖον, Hsch. σαρῶνες· τὰ τῶν θηρατῶν λινά, Id. (cf. σαρδών). σαρωνίζω,= διασαρωνίζω, Id. (σαρκ- cod.).
German (Pape)
[Seite 864] ὁ, nach Einigen geil, nach Andern die weibliche Schaam, Hesych., wahrscheinlich von σαίρω.
Greek (Liddell-Scott)
σάρων: -ωνος, ὁ, αἰσχρὸς ἄνθρωπος, λάγνος· ὡσαύτως τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
1 = λάγνος;
2 τινὲς δὲ τὸ γυναικεῖον, Hsch.
Étymologie: DELG apparenté à σάραβος, σέσηρα.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «λάγνος, τινὲς δὲ τὸ γυναικεῑον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., όπως και ο παρλλ. τ. σάραβος. Πολλοί έχουν συνδέσει τους τ. με το ρ. σαίρω (Ι) «χάσκω» (βλ. και λ. σαρωνίς)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: λάγνος τινες δε γυναικεῖον H.
Other forms: Cf. σάραβος τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.