σκῦρος: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(37) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σκύρος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> μικρό [[κομμάτι]] λίθου προερχόμενο από λάξευσή του, [[σκύρο]], [[χαλίκι]]<br /><b>2.</b> η κεντρική [[γραμμή]] στο [[παιχνίδι]] [[επίσκυρος]]. [[διότι]] επισημαινόταν με μικρούς λίθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ανεπιβεβαίωτες παραμένουν οι υποθέσεις ότι η λ. συνδέεται με τα: λιθ. <i>skiaurė</i> «μικρή διάτρητη [[κύστη]]», <i>kiauras</i>«τρυπημένος», αρχ. άνω γερμ. <i>scora</i> «[[φτυάρι]]», αρχ. ινδ. <i>skauti</i> «[[ταράζω]], [[ενοχλώ]]». Η [[σύνδεση]] της λ. με τη συνώνυμη [[σκῖρος]] «σκληρή, ακαλλιέργητη γη» οφείλεται σε παρετυμολ. Πιθανή, [[τέλος]], θεωρείται η [[σύνδεση]] του τ. με το [[τοπωνύμιο]] <i>Σκῦρος</i>]. | |mltxt=και [[σκύρος]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> μικρό [[κομμάτι]] λίθου προερχόμενο από λάξευσή του, [[σκύρο]], [[χαλίκι]]<br /><b>2.</b> η κεντρική [[γραμμή]] στο [[παιχνίδι]] [[επίσκυρος]]. [[διότι]] επισημαινόταν με μικρούς λίθους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ανεπιβεβαίωτες παραμένουν οι υποθέσεις ότι η λ. συνδέεται με τα: λιθ. <i>skiaurė</i> «μικρή διάτρητη [[κύστη]]», <i>kiauras</i>«τρυπημένος», αρχ. άνω γερμ. <i>scora</i> «[[φτυάρι]]», αρχ. ινδ. <i>skauti</i> «[[ταράζω]], [[ενοχλώ]]». Η [[σύνδεση]] της λ. με τη συνώνυμη [[σκῖρος]] «σκληρή, ακαλλιέργητη γη» οφείλεται σε παρετυμολ. Πιθανή, [[τέλος]], θεωρείται η [[σύνδεση]] του τ. με το [[τοπωνύμιο]] <i>Σκῦρος</i>]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">stone-chippings, rubble</b> (Epid. IVa, H., Poll., Sch. Pi.).<br />Derivatives: <b class="b3">σκυρωτὰ ὁδός</b> <b class="b2">road paved with σ.</b> (Pi. P. 5, 93), <b class="b3">τὰ σκυρω[τά</b>] n. pl. (Delos IIIa), <b class="b3">σκυρωθῶσι λιθωθῶσιν</b> H. (Hp.?), <b class="b3">σκυρώδης</b> <b class="b2">consisting of σ.</b> (Eust.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Technical word without etymology. Hypothetic combinations by Persson Beitr. 1, 374ff. (s. Bq, WP. 2, 552, Pok. 954): to Lith. <b class="b2">skiaurė̃</b> <b class="b2">small fish-case with holes</b>, <b class="b2">kiáuras</b> <b class="b2">with holes</b>, Germ., e.g. OHG [[scora]] [[shovel]], OWNo. [[skora]] [[scour]], [[scrubb]], Skt. [[skauti]] [[disturb]], [[browse]], [[poke]](?; meaning quite uncertain) etc. -- Here also the island-name <b class="b3">Σκῦρος</b> (after the marble-quarries) ? Cf. Fredrich P.-W. 2, 3, 690 w. lit. -- Furnée 366 takes <b class="b3">σκῖρος</b> as variant, and concludes that the word is Pre-Greek. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 3 January 2019
English (LSJ)
ὁ,= λατύπη,
A chippings of stone, used as road-metal, IG42 (1).102.27 (Epid., iv B.C.), Sch.Pi.P.5.124, Hsch., cf. Poll.9.104; cf. σκῖρος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
éclat, morceau de pierre.
Étymologie: DELG rien de sûr ; l’étym. pop. le rattache à σκῖρος.
Greek Monolingual
και σκύρος, ὁ, Α
1. μικρό κομμάτι λίθου προερχόμενο από λάξευσή του, σκύρο, χαλίκι
2. η κεντρική γραμμή στο παιχνίδι επίσκυρος. διότι επισημαινόταν με μικρούς λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ανεπιβεβαίωτες παραμένουν οι υποθέσεις ότι η λ. συνδέεται με τα: λιθ. skiaurė «μικρή διάτρητη κύστη», kiauras«τρυπημένος», αρχ. άνω γερμ. scora «φτυάρι», αρχ. ινδ. skauti «ταράζω, ενοχλώ». Η σύνδεση της λ. με τη συνώνυμη σκῖρος «σκληρή, ακαλλιέργητη γη» οφείλεται σε παρετυμολ. Πιθανή, τέλος, θεωρείται η σύνδεση του τ. με το τοπωνύμιο Σκῦρος].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: stone-chippings, rubble (Epid. IVa, H., Poll., Sch. Pi.).
Derivatives: σκυρωτὰ ὁδός road paved with σ. (Pi. P. 5, 93), τὰ σκυρω[τά] n. pl. (Delos IIIa), σκυρωθῶσι λιθωθῶσιν H. (Hp.?), σκυρώδης consisting of σ. (Eust.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Technical word without etymology. Hypothetic combinations by Persson Beitr. 1, 374ff. (s. Bq, WP. 2, 552, Pok. 954): to Lith. skiaurė̃ small fish-case with holes, kiáuras with holes, Germ., e.g. OHG scora shovel, OWNo. skora scour, scrubb, Skt. skauti disturb, browse, poke(?; meaning quite uncertain) etc. -- Here also the island-name Σκῦρος (after the marble-quarries) ? Cf. Fredrich P.-W. 2, 3, 690 w. lit. -- Furnée 366 takes σκῖρος as variant, and concludes that the word is Pre-Greek.