Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυφωνία: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει λόγου ἄξιον οὐδέν → in the fact that there is no rain to speak of at the usual season for rain

Source
(4)
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πολυφωνία:''' ἡ<b class="num">1)</b> многозвучность, многоголосность (ὀρνέων Diod.; [[πολυχορδία]] καὶ π. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> болтливость, щебетание (λαλιὰ καὶ π. Plut.).
|elrutext='''πολυφωνία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> многозвучность, многоголосность (ὀρνέων Diod.; [[πολυχορδία]] καὶ π. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> болтливость, щебетание (λαλιὰ καὶ π. Plut.).
}}
}}

Revision as of 20:00, 4 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠφωνία Medium diacritics: πολυφωνία Low diacritics: πολυφωνία Capitals: ΠΟΛΥΦΩΝΙΑ
Transliteration A: polyphōnía Transliteration B: polyphōnia Transliteration C: polyfonia Beta Code: polufwni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A variety of tones, αὐλῶν Plu.2.1141c, cf. 674f; ὀρνέων D.S.2.56; variety of speech, J.AJ1.4.3.

German (Pape)

[Seite 676] ἡ, Vieltönigkeit, Plut. Symp. 5, 2 M.

Greek (Liddell-Scott)

πολυφωνία: ἡ, ποικιλία φωνῶν ἢ φθόγγων, αὐλῶν Πλούτ. 2. 1141C· ὀρνέων Διόδ. 2. 56· ποικιλία φωνῆς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 4, 3. 2) στωμυλία, πολυλογία, Πλούτ. 2. 674Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 grand nombre de voix ou de sons;
2 parole abondante, loquacité.
Étymologie: πολύφωνος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πολύφωνος
συνήχηση, ποικιλία φωνών ή φθόγγων
νεοελλ.
1. μουσ. α) μουσική σύνθεση στην οποία συνηχούν αρμονικά πολλές φωνές ή όργανα αλλά σε ανεξάρτητες μελωδίες
β) μουσική σύνθεση στην οποία η αρμονία προέρχεται από πολλά μουσικά μέρη που παίζονται ταυτόχρονα και δημιουργείται με αντιστικτική επεξεργασία ενός μουσικού κομματιού
2. μτφ. ύπαρξη πολλών απόψεων για το ίδιο θέμα
μσν.
το να φωνάζει κανείς πολύ
μσν.-αρχ.
πολυλογία
αρχ.
ποικιλία της φωνής, της γλώσσας, πολυγλωσσία.

Russian (Dvoretsky)

πολυφωνία:
1) многозвучность, многоголосность (ὀρνέων Diod.; πολυχορδία καὶ π. Plut.);
2) болтливость, щебетание (λαλιὰ καὶ π. Plut.).