παρωνυμία: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
(3b)
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''παρωνῠμία:''' ἡ<b class="num">1)</b> прозвище Plut.;<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[παρονομασία]].
|elrutext='''παρωνῠμία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> прозвище Plut.;<br /><b class="num">2)</b> Plut. = [[παρονομασία]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 4 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρωνῠμία Medium diacritics: παρωνυμία Low diacritics: παρωνυμία Capitals: ΠΑΡΩΝΥΜΙΑ
Transliteration A: parōnymía Transliteration B: parōnymia Transliteration C: paronymia Beta Code: parwnumi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A by-name, nickname, Plu. 2.401a,421e ; punning perversion of words, ib.853b (pl.).    2 alternative name, Dam.Pr.61.

German (Pape)

[Seite 530] ἡ, Ableitung eines Wortes aus dem andern, Gramm. – Auch = παρονομασία, Sp., u. wie παρωνύμιον, Bei-, Zuname, Plut. de Pyth. or. 14.

Greek (Liddell-Scott)

παρωνῠμία: ἡ, παρωνύμιον, ἐπώνυμον, Πλουτ. 2. 401Α, 421Ε, 853Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 surnom avec ressemblance de forme;
2 c. παρονομασία.
Étymologie: παρώνυμος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ παρώνυμος
παρωνύμιο, πρόσθετο σκωπτικό όνομα
νεοελλ.
γραμμ. παραγωγή ονόματος από άλλο όνομα
αρχ.
1. μεταβολή ονόματος με λογοπαίγνιο
2. εναλλακτική ονομασία.

Russian (Dvoretsky)

παρωνῠμία:
1) прозвище Plut.;
2) Plut. = παρονομασία.