εὔαρχος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(2b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔαρχος:''' <b class="num">1)</b> кладущий хорошее начало ([[λόγος]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> делающий хороший почин, успешно начинающий (дела) ([[ἐμπολεύς]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> легко управляемый, покорный (οἱ θυμοειδεῖς δοῦλοι οὐκ εὔαρχοι Arst.).
|elrutext='''εὔαρχος:'''<br /><b class="num">1)</b> кладущий хорошее начало ([[λόγος]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> делающий хороший почин, успешно начинающий (дела) ([[ἐμπολεύς]] Anth.);<br /><b class="num">3)</b> легко управляемый, покорный (οἱ θυμοειδεῖς δοῦλοι οὐκ εὔαρχοι Arst.).
}}
}}

Revision as of 15:55, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔαρχος Medium diacritics: εὔαρχος Low diacritics: εύαρχος Capitals: ΕΥΑΡΧΟΣ
Transliteration A: eúarchos Transliteration B: euarchos Transliteration C: eyarchos Beta Code: eu)/arxos

English (LSJ)

ον,

   A governing well, Lvc.233.    2 easily governed, Arist.Oec.1344b14.    II beginning well, λόγος Luc.Lex.1; making a good beginning, of one's first customer in the market, AP6.304 (Phan., s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1057] gut anfangend, λόγος, Luc. Lexiph. 1; wohl regierend, Lycophr. 233; ἐμπολεύς, der erste Käufer, der das Handgeld giebt, Phani. 7 (VI, 304), nach E. M. so genannt, um eine gute Vorbedeutung zu haben, vgl. Arist. elench. 33.

Greek (Liddell-Scott)

εὔαρχος: -ον, ὁ καλῶς ἄρχων, ὁ καλῶς κυβερνῶν, Λυκόφρ. 233. 2) εὐκόλως κυβερνώμενος, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 5, 5. ΙΙ. ὁ καλῶς ἀρχόμενος ἢ ἀρχίζων, λόγος Λουκιαν. Λεξιφ. 1: - κάμνων καλὴν ἀρχήν, Τουρκ. «σεφτέ», ἐπὶ τοῦ πρώτου ἀγοραστοῦ ἐν τῇ ἀγορᾷ, Ἀνθ. Π. 6. 304.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui commence bien, qui débute bien.
Étymologie: εὖ, ἄρχω.

Greek Monolingual

εὔαρχος, -ον (Α)
1. αυτός που κυβερνά καλά
2. αυτός που κυβερνάται εύκολα
3. αυτός που αρχίζει καλά («εὔαρχος λόγος», Λουκιαν.)
4. (για τον πρώτο αγοραστή στην αγορά) αυτός που κάνει καλή αρχή, καλό «σεφτέ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ «καλώς» + -αρχος (< άρχω), πρβλ. φύλ-αρχος].

Greek Monotonic

εὔαρχος: -ον (ἄρχω), αυτός που ξεκινά καλά, αυτός που κάνει καλή αρχή, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔαρχος:
1) кладущий хорошее начало (λόγος Luc.);
2) делающий хороший почин, успешно начинающий (дела) (ἐμπολεύς Anth.);
3) легко управляемый, покорный (οἱ θυμοειδεῖς δοῦλοι οὐκ εὔαρχοι Arst.).