καταχρίω: Difference between revisions

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
(nl)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταχρίω''': ι: μέλλ. -ίσω, [[χρίω]] τι ἐντελῶς, [[ἐπαλείφω]] ὡς ἀλοιφήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 35˙ τὰ ἡλκωμένα κατέχριε φαρμάκοις Γαλ.˙ τὸ [[πρόσωπον]] πηλῷ κ. Λουκ. Ἀνάχ. 9, κτλ.˙- Μέσ., καταχρίεσθαι τὸ [[πρόσωπον]] [[ὥσπερ]] αἱ γυναῖκες, ψιμυθιοῦσθαι, Ἀρτεμίδ. 4. 43 (41)˙ κατ. καὶ ἀπαλείφουσι τὸν πατέρα, μεταφορ., ἐπὶ τῆς φιλοσοφικῆς παιδεύσεως, Θεμίστ. 32, σ. 357Β.
|lstext='''καταχρίω''': ι: μέλλ. -ίσω, [[χρίω]] τι ἐντελῶς, [[ἐπαλείφω]] ὡς ἀλοιφήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 35· τὰ ἡλκωμένα κατέχριε φαρμάκοις Γαλ.· τὸ [[πρόσωπον]] πηλῷ κ. Λουκ. Ἀνάχ. 9, κτλ.·- Μέσ., καταχρίεσθαι τὸ [[πρόσωπον]] [[ὥσπερ]] αἱ γυναῖκες, ψιμυθιοῦσθαι, Ἀρτεμίδ. 4. 43 (41)· κατ. καὶ ἀπαλείφουσι τὸν πατέρα, μεταφορ., ἐπὶ τῆς φιλοσοφικῆς παιδεύσεως, Θεμίστ. 32, σ. 357Β.
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχρίω Medium diacritics: καταχρίω Low diacritics: καταχρίω Capitals: ΚΑΤΑΧΡΙΩ
Transliteration A: katachríō Transliteration B: katachriō Transliteration C: katachrio Beta Code: kataxri/w

English (LSJ)

[ῑ],

   A anoint, smear, coat, Arist.HA625b31; τέγη IG11(2).203 A54(Delos, iii B.C.); τὰ τείχη τῆς σκηνῆς ib.199 A102 (ibid.); θίβιν ἀσφαλτοπίσσῃ LXX Ex.2.3; πηλῷ πρόσωπον Luc.Anach.9; θρόνους ἀσβόλῳ Ael. VH2.15:—Med., -κεχρῖσθαι τὸ πρόσωπον Artem.4.41:—Pass., Dsc.2.70; βολβίτῳ -κεχρισμένος M.Ant.3.3; ἐλαίῳ κ. Ph.2.158; κατακεχριμένα, = οβλῐτα, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

καταχρίω: ι: μέλλ. -ίσω, χρίω τι ἐντελῶς, ἐπαλείφω ὡς ἀλοιφήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 35· τὰ ἡλκωμένα κατέχριε φαρμάκοις Γαλ.· τὸ πρόσωπον πηλῷ κ. Λουκ. Ἀνάχ. 9, κτλ.·- Μέσ., καταχρίεσθαι τὸ πρόσωπον ὥσπερ αἱ γυναῖκες, ψιμυθιοῦσθαι, Ἀρτεμίδ. 4. 43 (41)· κατ. καὶ ἀπαλείφουσι τὸν πατέρα, μεταφορ., ἐπὶ τῆς φιλοσοφικῆς παιδεύσεως, Θεμίστ. 32, σ. 357Β.

Spanish

rociar

Greek Monolingual

καταχρίω (Α)
1. χρίω κάτι εντελώς, επιστρώνω, επαλείφω ως αλοιφή («ἑλαίῳ καταχρίεσθαι», Φίλ.)
2. μέσ. καταχρίομαι
πασαλείβομαι, φτειασιδώνομαι, ψιμυθιώνομαι («καταχρίεσθαι τὸ πρόσωπον ὥσπερ αἱ γυναῑκες», Αρτεμίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρίω «επαλείφω»].

Russian (Dvoretsky)

καταχρίω: (ῑ) намазывать, натирать (τὴν τροφήν τινι Arst.; τὸ πρόσωπον πηλῷ Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-χρίω insmeren, zalven.