κεντρίς: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(20)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κεντρίς''': -ίδος, ἡ, = διψὰς ΙΙ. 1, Αἰλ. π. Ζ. 1. 55˙ ἴδε [[κεντρίνης]] ΙΙΙ.
|lstext='''κεντρίς''': -ίδος, ἡ, = διψὰς ΙΙ. 1, Αἰλ. π. Ζ. 1. 55· ἴδε [[κεντρίνης]] ΙΙΙ.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεντρίς Medium diacritics: κεντρίς Low diacritics: κεντρίς Capitals: ΚΕΝΤΡΙΣ
Transliteration A: kentrís Transliteration B: kentris Transliteration C: kentris Beta Code: kentri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = διψάς 11.1, Ael.NA6.51.

German (Pape)

[Seite 1418] ίδος, ἡ, 1) = κεντρίον. – 2) eine Schlangenart, = κεντρίτης, Ael. H. A. 6, 51; s. auch κεντρίνης.

Greek (Liddell-Scott)

κεντρίς: -ίδος, ἡ, = διψὰς ΙΙ. 1, Αἰλ. π. Ζ. 1. 55· ἴδε κεντρίνης ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
sorte de serpent.
Étymologie: κέντρον.

Greek Monolingual

κεντρίς, ἡ (Α) κέντρον
δηλητηριώδες φίδι που το δάγκωμά του προκαλεί έντονη δίψα, αλλ. διψάς.