οἰνωπός: Difference between revisions
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
(3b) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰνωπός''': -ή, -όν, καὶ ός, όν, = [[οἶνοψ]], [[βότρυς]] Σιμωνίδ. | |lstext='''οἰνωπός''': -ή, -όν, καὶ ός, όν, = [[οἶνοψ]], [[βότρυς]] Σιμωνίδ. 190· οἰν. [[ἄχνη]], δηλ. [[οἶνος]], Εὐρ. Ὀρ. 115· οἰν. [[δράκων]] ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1245· [[ὡσαύτως]], ἐπὶ φαιδροῦ καὶ ἐρυθροῦ προσώπου, ἐπὶ τοῦ Διονύσου, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 236, πρβλ. 438, Θεόκρ. 22. 34· [[ὡσαύτως]], οἰν. ὀφθαλμοὶ Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 38. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 19:34, 6 January 2019
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν E.Or.115 :—=
A οἶνοψ, βότρυς Semon.180, E.Hyps.Fr.41.111 ; οἰ. ἄχνη, i. e. wine, Id.Or. l.c. ; οἰ. δράκων Id.IT 1245 (lyr.) ; ruddy-complexioned, γένυς, of Dionysus, Id.Ba.438 ; of Polydeuces, Theoc.22.34 ; but, dark-complexioned, Hp.Mul.2.111 ; black mixed with bright light, Arist.Col.792b6 ; ὀφθαλμοί Id.Phgn. 812b6 ; dark, of ivy, prob. in S.OC674 (lyr.) ; of the fruit of the ἀρία, = φελλόδρυς, Thphr.HP3.16.3 ; of the οἰνάς 11, Arist.Fr.347 ; ἰχώρ Philum.Ven.18.2.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνωπός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, = οἶνοψ, βότρυς Σιμωνίδ. 190· οἰν. ἄχνη, δηλ. οἶνος, Εὐρ. Ὀρ. 115· οἰν. δράκων ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1245· ὡσαύτως, ἐπὶ φαιδροῦ καὶ ἐρυθροῦ προσώπου, ἐπὶ τοῦ Διονύσου, ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 236, πρβλ. 438, Θεόκρ. 22. 34· ὡσαύτως, οἰν. ὀφθαλμοὶ Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 38.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
c. οἶνοψ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α οἰνωπός, -ή, -όν, θηλ. και -ός) οίνοψ
αυτός που έχει το χρώμα του κρασιού, σκοτεινόχρωμος, μαυροκόκκινος
αρχ.
1. ερυθρωπός, κοκκινωπός («οὐδ' ὠχρός, οὐδ' ἤλλαξεν οἰνωπὸν γέ
νυν», Ευρ.)
2. μαυρειδερός, μελαψός
3. μαύρος και γυαλιστερός.
Greek Monotonic
οἰνωπός: -ή, -όν και -ός, -όν, = οἶνοψ, σε Ευρ.· αυτός που έχει νεανική και ροδαλή επιδερμίδα, στον ίδ., Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
οἰνωπός: и 3 Theocr., Eur., Arst., Plut. = Οἶνοψ.