καρώ: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(2)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[καρώ]], ἡ (Α)<br />το [[φυτό]] [[κάρον]], το [[κύμινο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. αποτελεί [[άλλο]] τ. της λ. [[κάρον]] και πιθ. παράγεται από τη λ. <i>κάρ</i> «[[ψείρα]]», λόγω της ομοιότητας του σπόρου του φυτού [[κάρον]] με την [[ψείρα]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], παράγεται από τη λ. [[κάρα]] «[[κεφαλή]]»].———————— <b>(II)</b><br />[[καρώ]], -όω (Α)<br />(η μτχ. αορ. ως ουσ.) <i>oἱ καρούσαντες</i><br />αυτοί που κάνουν την [[εκτίμηση]] κάποιου πράγματος, οι εκτιμητές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].———————— <b>(III)</b><br />καρῶ, -όω (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καρώνω]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[καρώ]], ἡ (Α)<br />το [[φυτό]] [[κάρον]], το [[κύμινο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. αποτελεί [[άλλο]] τ. της λ. [[κάρον]] και πιθ. παράγεται από τη λ. <i>κάρ</i> «[[ψείρα]]», λόγω της ομοιότητας του σπόρου του φυτού [[κάρον]] με την [[ψείρα]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], παράγεται από τη λ. [[κάρα]] «[[κεφαλή]]»].<br /><b>(II)</b><br />[[καρώ]], -όω (Α)<br />(η μτχ. αορ. ως ουσ.) <i>oἱ καρούσαντες</i><br />αυτοί που κάνουν την [[εκτίμηση]] κάποιου πράγματος, οι εκτιμητές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.].<br /><b>(III)</b><br />καρῶ, -όω (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καρώνω]].
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">cummin, Carum carvi</b> (Dsc., Gal., Orib.); <b class="b3">καρωτόν</b> n. [[carrot]] (Ath. 9,371e?; uncertain); Lat. [[carota]] (Apic.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: A form of the word <b class="b3">κάρον</b>. From <b class="b3">κάρα</b>, <b class="b3">-η</b> [[head]] as <b class="b3">κεφαλωτόν</b> name of an onion from <b class="b3">κεφαλή</b> (thus Bq). The form in <b class="b3">-ώ</b> seems Pre-Greek.
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">cummin, Carum carvi</b> (Dsc., Gal., Orib.); <b class="b3">καρωτόν</b> n. [[carrot]] (Ath. 9,371e?; uncertain); Lat. [[carota]] (Apic.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: A form of the word <b class="b3">κάρον</b>. From <b class="b3">κάρα</b>, <b class="b3">-η</b> [[head]] as <b class="b3">κεφαλωτόν</b> name of an onion from <b class="b3">κεφαλή</b> (thus Bq). The form in <b class="b3">-ώ</b> seems Pre-Greek.
}}
}}

Revision as of 13:10, 8 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρώ Medium diacritics: καρώ Low diacritics: καρώ Capitals: ΚΑΡΩ
Transliteration A: karṓ Transliteration B: karō Transliteration C: karo Beta Code: karw/

English (LSJ)

ἡ,

   A caraway, Dsc.3.57, Orib.3.2.3: perh. to be read in Ath. 9.371e.

Greek Monolingual

(I)
καρώ, ἡ (Α)
το φυτό κάρον, το κύμινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί άλλο τ. της λ. κάρον και πιθ. παράγεται από τη λ. κάρ «ψείρα», λόγω της ομοιότητας του σπόρου του φυτού κάρον με την ψείρα. Κατ' άλλη άποψη, παράγεται από τη λ. κάρα «κεφαλή»].
(II)
καρώ, -όω (Α)
(η μτχ. αορ. ως ουσ.) oἱ καρούσαντες
αυτοί που κάνουν την εκτίμηση κάποιου πράγματος, οι εκτιμητές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].
(III)
καρῶ, -όω (Α)
βλ. καρώνω.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: cummin, Carum carvi (Dsc., Gal., Orib.); καρωτόν n. carrot (Ath. 9,371e?; uncertain); Lat. carota (Apic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: A form of the word κάρον. From κάρα, head as κεφαλωτόν name of an onion from κεφαλή (thus Bq). The form in seems Pre-Greek.