καυτός: Difference between revisions

From LSJ

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
(nl)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[καυστός]], -ή, -ό (ΑΜ [[καυτός]] και [[καυστός]], -ή, -όν) [[καίω]]<br />αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, [[καυτερός]], [[ζεματιστός]] (α. «καυτό [[σίδερο]]» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ζωτικός]], [[βασικός]] («καυτά προβλήματα») || (μσν.-αρχ.) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo καστὸν</i> ή <i>καυτόν</i><br />[[θυσία]] για τους νεκρούς, [[προσφορά]] στους νεκρούς<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να καεί, ο [[δεκτικός]] καύσεως, [[καύσιμος]] («ξύλα πολύ καυστότερα», Θεόφρ.).———————— <b>(II)</b><br />καὐτός, -ή, -όν (Α)<br />[[αντί]] <i>καὶ [[αὐτός]], -<i>ή</i>, -<i>όν</i>, [[κατά]] [[κράση]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[καυστός]], -ή, -ό (ΑΜ [[καυτός]] και [[καυστός]], -ή, -όν) [[καίω]]<br />αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, [[καυτερός]], [[ζεματιστός]] (α. «καυτό [[σίδερο]]» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ζωτικός]], [[βασικός]] («καυτά προβλήματα») || (μσν.-αρχ.) <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo καστὸν</i> ή <i>καυτόν</i><br />[[θυσία]] για τους νεκρούς, [[προσφορά]] στους νεκρούς<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να καεί, ο [[δεκτικός]] καύσεως, [[καύσιμος]] («ξύλα πολύ καυστότερα», Θεόφρ.).<br /><b>(II)</b><br />καὐτός, -ή, -όν (Α)<br />[[αντί]] <i>καὶ [[αὐτός]], -<i>ή</i>, -<i>όν</i>, [[κατά]] [[κράση]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:51, 8 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυτός Medium diacritics: καυτός Low diacritics: καυτός Capitals: ΚΑΥΤΟΣ
Transliteration A: kautós Transliteration B: kautos Transliteration C: kaftos Beta Code: kauto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A v. καυστός.

Greek (Liddell-Scott)

καυτός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. καυστός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 brûlé (par le bout);
2 brûlant.
Étymologie: καίω.

Greek Monolingual

(I)
και καυστός, -ή, -ό (ΑΜ καυτός και καυστός, -ή, -όν) καίω
αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, καυτερός, ζεματιστός (α. «καυτό σίδερο» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», Ευρ.)
νεοελλ.
ζωτικός, βασικός («καυτά προβλήματα»)

Greek Monotonic

καυτός: -ή, -όν, άλλος τύπος του καυστός.

Russian (Dvoretsky)

καυτός: Eur. = καυστός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καυτός -ή -όν zie καυστός.