νευρίτης: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(27)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br />(ανατ.-βιολ.) ο [[νευράξονας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>neurite</i> <span style="color: red;"><</span> [[νεύρο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]].———————— <b>(II)</b><br />[[νευρίτης]], ὁ (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[νευρίτης]] [[λίθος]]» — [[είδος]] λίθου με ινώδεις διακλαδώσεις, νερά, που μοιάζουν με [[νεύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>κογχ</i>-[[ίτης]], <i>λυχν</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο<br />(ανατ.-βιολ.) ο [[νευράξονας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>neurite</i> <span style="color: red;"><</span> [[νεύρο]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]].<br /> <b>(II)</b><br />[[νευρίτης]], ὁ (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[νευρίτης]] [[λίθος]]» — [[είδος]] λίθου με ινώδεις διακλαδώσεις, νερά, που μοιάζουν με [[νεύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>κογχ</i>-[[ίτης]], <i>λυχν</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 11:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρίτης Medium diacritics: νευρίτης Low diacritics: νευρίτης Capitals: ΝΕΥΡΙΤΗΣ
Transliteration A: neurítēs Transliteration B: neuritēs Transliteration C: nevritis Beta Code: neuri/ths

English (LSJ)

[ῑ] λίθος, ὁ,

   A sinew-like stone, Orph.L.748 codd. (fort. leg. νεβρ-).

German (Pape)

[Seite 247] ὁ, sehnig, wie νευρῖτις, f. l. für νεβρίτης.

Greek (Liddell-Scott)

νευρίτης: λίθος, ὁ, λίθος ὅμοιος πρὸς νεῦρον, Ὀρφ. Λιθ. 742.

Greek Monolingual

(I)
ο
(ανατ.-βιολ.) ο νευράξονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neurite < νεύρο + κατάλ. -ίτης].
(II)
νευρίτης, ὁ (Α)
φρ. «νευρίτης λίθος» — είδος λίθου με ινώδεις διακλαδώσεις, νερά, που μοιάζουν με νεύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + κατάλ. -ίτης (πρβλ. κογχ-ίτης, λυχν-ίτης)].