ταχυεργός: Difference between revisions
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾰχυεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που εργάζεται με γρήγορο ρυθμό, που κάνει [[κάτι]] [[γρήγορα]]. | |lsmtext='''τᾰχυεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που εργάζεται με γρήγορο ρυθμό, που κάνει [[κάτι]] [[γρήγορα]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τᾰχυ-εργός, όν [*[[ἔργω]]<br />[[working]] [[quickly]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 9 January 2019
English (LSJ)
όν,
A doing or working quickly, Nonn.D.28.79; ὀπός ib.29.157; epith. of Horus, Sammelb.5620.14. II hasty, App.Pun.47, BC2.120, Adam.1.16.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχυεργός: -όν, ὁ ταχέως ποιῶν τι ἢ ἐργαζόμενος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 37. ΙΙ. ἄστατος, ἀσταθής, Ἀππ. Καρχηδ. 47, Ἐμφυλ. 2. 120, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
prompt à exécuter, diligent ; en mauv. part expéditif.
Étymologie: ταχύς, ἔργον.
Greek Monolingual
-ό / ταχυεργός, -όν, ΝΜΑ
Ο γρήγορος στη διεκπεραίωση ενός έργου
αρχ.
1. ευσπευσμένος, βιαστικός
2. ασταθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -εργός (< ἔργον), πρβλ. θρασυ-εργός].
Greek Monotonic
τᾰχυεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που εργάζεται με γρήγορο ρυθμό, που κάνει κάτι γρήγορα.