παλαμίδα: Difference between revisions

From LSJ

μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)

Source
(30)
 
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[παλαμύδα]], η (ΑΜ [[παλαμίς]], Μ και [[παλαμίδα]])<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] θαλάσσιων ψαριών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], ανήκουν στο [[είδος]] Sarda sarda και κατ' [[επέκταση]] όλων τών ειδών του γένους Sarda της οικογένειας [[σκομβρίδες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «[[παλαμίδα]] σού μυρίζει, να φας κολιό» — λέγεται γι' αυτόν που προβάλλει υπερβολικές αξιώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[πηλαμύς]] <span style="color: red;"><</span> [[πηλός]] με προληπτική [[αφομοίωση]] του -<i>η</i>- σε -<i>α</i>- και [[επίθημα]] -<i>ις</i>. Κατ' άλλους, το όνομα του ψαριού έχει σχηματιστεί από παρετυμολογική [[επίδραση]] της λ. [[παλάμη]].———————— <b>(II)</b><br />η (ΑΜ [[παλαμίς]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παλάμη]], [[χούφτα]]<br /><b>2.</b> [[παλαμιά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παλαμίδα]] του μυρίζει» — λέγεται για κάποιον που του αξίζει να ξυλοκοπηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ζώου, ο [[ασπάλακας]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[παλαμίς]]<br />[[τεχνίτης]] παρὰ τοῑς Σαλαμινίοις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παλάμη]] «[[έργο]] τέχνης» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καλαμ</i>-<i>ίς</i>). Έχει [[ωστόσο]] προταθεί η [[διόρθωση]] του τ. σε [[πάλαμις]] (<b>πρβλ.</b> [[γάστρις]], [[στρόφις]]). Ο [[ασπάλακας]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της τέχνης του ζώου στην [[κατασκευή]] τών υπόγειων στοών του].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[παλαμύδα]], η (ΑΜ [[παλαμίς]], Μ και [[παλαμίδα]])<br />[[κοινή]] [[σήμερα]] [[ονομασία]] θαλάσσιων ψαριών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], ανήκουν στο [[είδος]] Sarda sarda και κατ' [[επέκταση]] όλων τών ειδών του γένους Sarda της οικογένειας [[σκομβρίδες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>παροιμ.</b> «[[παλαμίδα]] σού μυρίζει, να φας κολιό» — λέγεται γι' αυτόν που προβάλλει υπερβολικές αξιώσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[πηλαμύς]] <span style="color: red;"><</span> [[πηλός]] με προληπτική [[αφομοίωση]] του -<i>η</i>- σε -<i>α</i>- και [[επίθημα]] -<i>ις</i>. Κατ' άλλους, το όνομα του ψαριού έχει σχηματιστεί από παρετυμολογική [[επίδραση]] της λ. [[παλάμη]].<br /> <b>(II)</b><br />η (ΑΜ [[παλαμίς]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[παλάμη]], [[χούφτα]]<br /><b>2.</b> [[παλαμιά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παλαμίδα]] του μυρίζει» — λέγεται για κάποιον που του αξίζει να ξυλοκοπηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] ζώου, ο [[ασπάλακας]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[παλαμίς]]<br />[[τεχνίτης]] παρὰ τοῑς Σαλαμινίοις».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παλάμη]] «[[έργο]] τέχνης» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καλαμ</i>-<i>ίς</i>). Έχει [[ωστόσο]] προταθεί η [[διόρθωση]] του τ. σε [[πάλαμις]] (<b>πρβλ.</b> [[γάστρις]], [[στρόφις]]). Ο [[ασπάλακας]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω της τέχνης του ζώου στην [[κατασκευή]] τών υπόγειων στοών του].
}}
}}

Revision as of 11:40, 9 January 2019

Greek Monolingual

(I)
και παλαμύδα, η (ΑΜ παλαμίς, Μ και παλαμίδα)
κοινή σήμερα ονομασία θαλάσσιων ψαριών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στο είδος Sarda sarda και κατ' επέκταση όλων τών ειδών του γένους Sarda της οικογένειας σκομβρίδες
νεοελλ.
παροιμ. «παλαμίδα σού μυρίζει, να φας κολιό» — λέγεται γι' αυτόν που προβάλλει υπερβολικές αξιώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πηλαμύς < πηλός με προληπτική αφομοίωση του -η- σε -α- και επίθημα -ις. Κατ' άλλους, το όνομα του ψαριού έχει σχηματιστεί από παρετυμολογική επίδραση της λ. παλάμη.
(II)
η (ΑΜ παλαμίς)
νεοελλ.
1. παλάμη, χούφτα
2. παλαμιά
3. φρ. «παλαμίδα του μυρίζει» — λέγεται για κάποιον που του αξίζει να ξυλοκοπηθεί
αρχ.
1. είδος ζώου, ο ασπάλακας
2. (κατά τον Ησύχ.) «παλαμίς
τεχνίτης παρὰ τοῑς Σαλαμινίοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλάμη «έργο τέχνης» + επίθημα -ίς (πρβλ. καλαμ-ίς). Έχει ωστόσο προταθεί η διόρθωση του τ. σε πάλαμις (πρβλ. γάστρις, στρόφις). Ο ασπάλακας ονομάστηκε έτσι λόγω της τέχνης του ζώου στην κατασκευή τών υπόγειων στοών του].