μοναυλία: Difference between revisions
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
(3) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μοναυλία]], ἡ (Α)<br />[[μόναυλος]] [[μονωδία]] που ψάλλεται με αυλό. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[μοναυλία]], ἡ (Α)<br />[[μόναυλος]] [[μονωδία]] που ψάλλεται με αυλό.<br /> <b>(II)</b><br />[[μοναυλία]], ἡ (Α) [[μοναύλιος]]<br />μοναχική ζωή, [[αγαμία]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:40, 9 January 2019
English (LSJ)
(B), ἡ, (αὐλή)
A living alone, celibacy, Pl.Lg.721d, Ph.2.327.
μον-αυλία (A), ἡ, (αὐλός)
A solo on the flute, Poll.4.82.
German (Pape)
[Seite 201] ἡ, 1) das Spielen auf dem μόναυλος, Poll. 4, 82. – 2) das Alleinleben, die Einsamkeit, bes. auch das Unverheirathetsein, Plat. Legg. VI, 721 d.
Greek (Liddell-Scott)
μοναυλία: ἡ, (αὐλὸς) μονῳδία ἐπὶ αὐλοῦ, Πολυδ. Δ΄, 82.
French (Bailly abrégé)
2ας (ἡ) :
vie solitaire ; particul. veuvage.
Étymologie: μόνος, αὐλή.
Greek Monolingual
(I)
μοναυλία, ἡ (Α)
μόναυλος μονωδία που ψάλλεται με αυλό.
(II)
μοναυλία, ἡ (Α) μοναύλιος
μοναχική ζωή, αγαμία.
Greek Monotonic
μοναυλία: ἡ (αὐλή), μοναχική, εργένικη ζωή, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μοναυλία: ἡ одинокая жизнь, одиночество Plat.