μυωπία: Difference between revisions
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
(2) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑΜ [[μυωπία]]) [[μύωψ]] (Ι)]<br />η [[ανικανότητα]] του ματιού να διακρίνει πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται [[μακριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> διανοητική [[καθυστέρηση]], [[βραδύνοια]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑΜ [[μυωπία]]) [[μύωψ]] (Ι)]<br />η [[ανικανότητα]] του ματιού να διακρίνει πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται [[μακριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> διανοητική [[καθυστέρηση]], [[βραδύνοια]].<br /> <b>(II)</b><br />[[μυωπία]], ἡ (ΑΜ)<br />[[μυωξία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μῦς</i> «[[ποντικός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπ</i>-<i>ία</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>οπή</i>, με [[τροπή]] του -<i>ο</i>- σε -<i>ω</i>- λόγω της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:48, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A = μυωξία, Arist.HA580b25, Ael.VH1.11. II = μυωπίασις, Aët. 7.47 tit.
German (Pape)
[Seite 224] ἡ, 1) Kurzsichtigkeit, der Fehler des Gesichts, daß man nur das Nahe deutlich erkennen kann, Medic. – 2) = μυωνία; Arist. H. A. 6, 37; Ael. V. H. 1, 11.
Greek (Liddell-Scott)
μυωπία: ἡ, = μυωνία, φωλεὰ μυῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 6. 37, 3, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 71.
French (Bailly abrégé)
1ας (ἡ) :
courte vue, myopie.
Étymologie: μυώψ.
2ας (ἡ) :
trou de souris ou de rat.
Étymologie: μῦς, ὀπή.
Greek Monolingual
(I)
η (ΑΜ μυωπία) μύωψ (Ι)]
η ανικανότητα του ματιού να διακρίνει πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά
νεοελλ.
μτφ. διανοητική καθυστέρηση, βραδύνοια.
(II)
μυωπία, ἡ (ΑΜ)
μυωξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς «ποντικός» + -ωπ-ία (< οπή, με τροπή του -ο- σε -ω- λόγω της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Russian (Dvoretsky)
μυωπία: ἡ мышиная нора Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: 1. mous-hole (Arist., Ael.).-- 2. shortsightedness (Aët.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: One connects μῦς and ὀπή hole with lengthening in compounds and suffixal -ία; cf. Scheller Oxytonierung 45f. - On μύωψ shortsighted s.v.