πρόνομος: Difference between revisions
(nl) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α [[προνέμομαι]]<br />(για [[φυτοφάγα]] ζώα) αυτός που, όταν βόσκει, κινεί το [[σώμα]] του [[προς]] τα [[εμπρός]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, Α [[προνέμομαι]]<br />(για [[φυτοφάγα]] ζώα) αυτός που, όταν βόσκει, κινεί το [[σώμα]] του [[προς]] τα [[εμπρός]].<br /> <b>(II)</b><br />ὁ, και πρόνομον, τὸ, Α<br />[[δικαίωμα]], [[θεσμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[νόμος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, (προνέμομαι)
A grazing forward, opp.ὀπισθονόμος (q. v.): generally, π. βοτά grazing Herds, A.Supp.691 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 736] vorwärts weidend, βοτὰ πρόνομα, das Weidevieh, welches im Weiden vorwärts geht, Aesch. Suppl. 673.
Greek (Liddell-Scott)
πρόνομος: -ον, (προνέμομαι) ὁ βοσκόμενος πρὸς τὰ ἐμπρός, ὁ ἐν τῷ βόσκεσθαι βαίνων πρὸς τὰ ἐμπρός, ἀντίθετον τῷ ὀπισθόνομος (ὅπερ ἴδε)· καθόλου, βοτὰ πρόνομα, βοσκόμεναι ἀγέλαι, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 691.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui paît en allant devant soi ou en allant çà et là.
Étymologie: πρό, νέμω.
Greek Monolingual
(I)
-ον, Α προνέμομαι
(για φυτοφάγα ζώα) αυτός που, όταν βόσκει, κινεί το σώμα του προς τα εμπρός.
(II)
ὁ, και πρόνομον, τὸ, Α
δικαίωμα, θεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + νόμος.
Russian (Dvoretsky)
πρόνομος: пасущийся (βοτὰ πρόνομα Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόνομος -ον [προνέμω] grazend:. πρόνομα βοτά grazend vee Aeschl. Suppl. 691.