ὑποδρώω: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(6)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποδρώω:''' Επικ. αντί ὑπο-[[δράω]], [[υπηρετώ]], είμαι [[εξυπηρετικός]], [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]] σε, <i>τινί</i>, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ὑποδρώω:''' Επικ. αντί ὑπο-[[δράω]], [[υπηρετώ]], είμαι [[εξυπηρετικός]], [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]] σε, <i>τινί</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[epic for [[ὑποδράω]]<br />to [[serve]], be [[serviceable]] to, τινί Od.
}}
}}

Revision as of 11:50, 9 January 2019

German (Pape)

[Seite 1216] poet. statt ὑποδράω, ohne Noth zur Erkl. von ὑποδρώωσι angenommen. S, ὑποδράω.

French (Bailly abrégé)

épq. p. ὑποδράω.

Greek Monotonic

ὑποδρώω: Επικ. αντί ὑπο-δράω, υπηρετώ, είμαι εξυπηρετικός, χρήσιμος, ωφέλιμος σε, τινί, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[epic for ὑποδράω
to serve, be serviceable to, τινί Od.