συνθνήσκω: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(40) |
(1b) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αττ. τ. ξυνθνῄσκω Α [[θνῄσκω]]<br /><b>1.</b> [[πεθαίνω]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[τελειώνω]], [[σβήνω]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]. | |mltxt=και αττ. τ. ξυνθνῄσκω Α [[θνῄσκω]]<br /><b>1.</b> [[πεθαίνω]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[τελειώνω]], [[σβήνω]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. -θᾰνοῦμαι<br />to die with or [[together]], Aesch., Soph., etc.; c. dat., θανόντι συνθανεῖν Soph.:—of things, συνθνήσκουσα [[σποδός]] [[embers]] expiring with (the flames), Aesch.; ἡ γὰρ [[εὐσέβεια]] ς. βροτοῖς accompanies them [[even]] in [[death]], Soph. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:50, 9 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
συνθνήσκω: μέλλ. -θᾰνοῦμαι, ἀποθνήσκω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, ποῖ δή με δεῦρο τὴν τάλαιναν ἤγαγες; οὐδέν ποτ’ εἰ μὴ ξυνθανουμένην Αἰσχύλ. Ἀγ. 1139, Χο. 979, Σοφ. Τρ. 720, κτλ.· μετὰ δοτικ., θανόντι συνθανεῖν αὐτόθι 798, Ἀποσπ. 690· ― ἐπὶ πραγμάτων, συνθνήσκουσα δὲ σποδός, ἐκπνέουσα (μετὰ τῶν φλογῶν), Αἰσχύλ. Ἀγ. 819· ἡ γὰρ εὐσέβεια σ. βροτοῖς, συνοδεύει αὐτοὺς ἔτι καὶ ἐν τῷ θανάτῳ, Σοφ. Φιλ. 1443· ἡ ποίησις οὐχὶ συντέθνηκέ μοι Ἀριστοφ. Βάτρ. 868.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυνθνῄσκω Α θνῄσκω
1. πεθαίνω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. μτφ. (για πράγμ.) τελειώνω, σβήνω μαζί με κάτι άλλο.
Middle Liddell
fut. -θᾰνοῦμαι
to die with or together, Aesch., Soph., etc.; c. dat., θανόντι συνθανεῖν Soph.:—of things, συνθνήσκουσα σποδός embers expiring with (the flames), Aesch.; ἡ γὰρ εὐσέβεια ς. βροτοῖς accompanies them even in death, Soph.