συντηρώ: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(40) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, Ν<br />[[παρατηρώ]] με [[προσοχή]], [[παρακολουθώ]] («στα δάση που προπάτειενε συντήραν' ένα-ένα», <b>Ερωτόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τηρώ]] «[[βλέπω]]»]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, Ν<br />[[παρατηρώ]] με [[προσοχή]], [[παρακολουθώ]] («στα δάση που προπάτειενε συντήραν' ένα-ένα», <b>Ερωτόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τηρώ]] «[[βλέπω]]»].<br /> <b>(II)</b><br />συντηρῶ, -έω, ΝΜΑ<br />[[διατηρώ]], [[διαφυλάσσω]], [[προφυλάσσω]] (α. «χρειάζεται [[μεγάλη]] [[προσοχή]] για να τά συντηρήσεις» β. «ἑαυτὸν ἀδωροδόκητον συντηρεῑν», Αριστε.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διατηρώ]] [[κάτι]] αναλλοίωτο<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> [[παρέχω]] σε κάποιον τα αναγκαία για να ζήσει, [[διατρέφω]] («[[μέχρι]] [[τώρα]] τον συντηρεί ο [[πατέρας]] του»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «συντηρούμενα κύματα» — ηλεκτρομαγνητικά κύματα που ακτινοβολούνται από [[κεραία]] στην οποία οι ταλαντώσεις διατηρούν σταθερό [[πλάτος]] [[χάρη]] στην [[κυκλοφορία]] εναλασσόμενου ρεύματος υψηλής συχνότητας και σταθερού πλάτους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκρατώ]] στο [[μυαλό]] μου («ἡ δὲ Μαριὰμ [[πάντα]] συνετήρει τὰ ῥήματα ταῡτα», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[διατηρώ]] [[μαζί]]<br /><b>3.</b> [[προστατεύω]]<br /><b>4.</b> [[παρατηρώ]] με [[προσοχή]]<br /><b>5.</b> [[καιροφυλακτώ]], παραφυλάγω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>τηρῶ</i> «[[φροντίζω]], [[φυλάσσω]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 9 January 2019
Greek Monolingual
(I)
-άω, Ν
παρατηρώ με προσοχή, παρακολουθώ («στα δάση που προπάτειενε συντήραν' ένα-ένα», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τηρώ «βλέπω»].
(II)
συντηρῶ, -έω, ΝΜΑ
διατηρώ, διαφυλάσσω, προφυλάσσω (α. «χρειάζεται μεγάλη προσοχή για να τά συντηρήσεις» β. «ἑαυτὸν ἀδωροδόκητον συντηρεῑν», Αριστε.)
νεοελλ.
1. διατηρώ κάτι αναλλοίωτο
2. συνεκδ. παρέχω σε κάποιον τα αναγκαία για να ζήσει, διατρέφω («μέχρι τώρα τον συντηρεί ο πατέρας του»)
3. φρ. «συντηρούμενα κύματα» — ηλεκτρομαγνητικά κύματα που ακτινοβολούνται από κεραία στην οποία οι ταλαντώσεις διατηρούν σταθερό πλάτος χάρη στην κυκλοφορία εναλασσόμενου ρεύματος υψηλής συχνότητας και σταθερού πλάτους
αρχ.
1. συγκρατώ στο μυαλό μου («ἡ δὲ Μαριὰμ πάντα συνετήρει τὰ ῥήματα ταῡτα», ΚΔ)
2. διατηρώ μαζί
3. προστατεύω
4. παρατηρώ με προσοχή
5. καιροφυλακτώ, παραφυλάγω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τηρῶ «φροντίζω, φυλάσσω»].