σύαγρος: Difference between revisions
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ<br />[[αγριόχοιρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σῦς</i> «[[χοίρος]], [[κάπρος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[αγρός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγρός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἵππ</i>-<i>αγρος</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΜΑ<br />[[αγριόχοιρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σῦς</i> «[[χοίρος]], [[κάπρος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[αγρός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγρός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἵππ</i>-<i>αγρος</i>].<br /> <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />(για κυνηγετικό [[σκύλο]]) αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σῦς</i> «[[χοίρος]], [[κάπρος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[αγρός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>θήρ</i>-<i>αγρος</i>, <i>μύ</i>-<i>αγρος</i>].<br /> <b>(III)</b><br />ο, ΝΑ και δ. γρφ. συάγρίος Α [[Σύαγρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είδος]] λιβάνου από τον Σύαγρο της Αραβίας<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] της χουρμαδιάς, [[χουρμάς]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σύαγρος:''' ὁ охотник на кабанов Soph. | |elrutext='''σύαγρος:''' ὁ охотник на кабанов Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ, name of a dog, S.Fr.154. II = σῦς ἄγριος or ἀγρία, wild boar or sow, wild swine, Antiph.42, Dionys.Trag.1.2, PRyl.238.3 (iii A.D.), etc.; σ. ἄρρην Gal.12.633; un-Attic acc. to Phryn.358. III name of a kind of frankincense, Dsc.1.68 codd. (Συάγριος cj. Wellmann, i.e. obtained from Σύαγρος in Arabia). 2 a kind of date, Plin.HN13.42.
German (Pape)
[Seite 960] ὁ, der wilde Schweine jagt, von Hunden, Soph. frg. 166 bei Ath. X, 401 d. – Bei Sp. = σῦς ἄγριος, das wilde Schwein, der Eber, vgl. Lob. Phryn. p. 387 u. Ath. a. a. O.
Greek (Liddell-Scott)
σύαγρος: ὁ, (σῦς, ἄγρα) ὁ ἀγρεύων ἀγρίους χοίρους, ἐπὶ θηρευτικοῦ κυνός, Σοφ. Ἀποσπ. 166. ΙΙ. = σῦς ἄγριος, ἀγριόχοιρος, Ἀντιφάνης ἐν «Ἁρπαζομένῃ» 1, Διονύσ. παρ’ Ἀθην. 401F, κτλ.· ἀλλ’ οὐδέποτε ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 381. ΙΙΙ. εἶδος ξανθοῦ λιβάνου, ὅστις καλεῖται καὶ ἔντομος, Διοσκ. 1. 81.
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΜΑ
αγριόχοιρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + -αγρός (< ἀγρός), πρβλ. ἵππ-αγρος].
(II)
ὁ, Α
(για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + -αγρός (< ἄγρα), πρβλ. θήρ-αγρος, μύ-αγρος].
(III)
ο, ΝΑ και δ. γρφ. συάγρίος Α Σύαγρος
νεοελλ.
βοτ. γένος φυτών
αρχ.
1. είδος λιβάνου από τον Σύαγρο της Αραβίας
2. ο καρπός της χουρμαδιάς, χουρμάς.
Russian (Dvoretsky)
σύαγρος: ὁ охотник на кабанов Soph.