ἐκπτήσσω: Difference between revisions
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐκπτήσσω:''' (дор. aor. [[ἐξέπταξα]]) пугая выгонять, выпугивать (οἴκων τινὰ ὥστ᾽ ὄρνιν Eur.). | |elrutext='''ἐκπτήσσω:''' (дор. aor. [[ἐξέπταξα]]) пугая выгонять, выпугивать (οἴκων τινὰ ὥστ᾽ ὄρνιν Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to [[scare]] out of, οἴκων με ἐξέπταξας (doric) Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 9 January 2019
English (LSJ)
A scare out of, οἴκων με ἐξέπταξας (Dor.) E.Hec.179 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 777] herausscheuchen; οἴκων μ' ἐξέπταξας Eur. Hec. 180.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπτήσσω: κάμνω τινὰ νὰ τρομάξῃ καὶ νὰ φύγῃ, οἴκων με ἐξέπταξας (Δωρ.) Εὐρ. Ἑκ. 180.
French (Bailly abrégé)
ao. dor. 2ᵉ sg. ἐξέπταξας;
faire sortir tout tremblant.
Étymologie: ἐκ, πτήσσω.
Spanish (DGE)
espantar c. ac. y gen. separat. οἴκων μ' ... ἐξέπταξας me has hecho salir espantada de la casa E.Hec.179.
Greek Monolingual
ἐκπτήσσω (Α)
κάνω κάποιον να τρομάξει, φοβίζω.
Greek Monotonic
ἐκπτήσσω: μέλ. -ξω, τρομάζω κάποιον και τον κάνω να φύγει, οἴκωνμε ἐξέπταξας (Δωρ.), σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπτήσσω: (дор. aor. ἐξέπταξα) пугая выгонять, выпугивать (οἴκων τινὰ ὥστ᾽ ὄρνιν Eur.).
Middle Liddell
fut. ξω
to scare out of, οἴκων με ἐξέπταξας (doric) Eur.