ἀπρέπεια: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπρέπεια:''' ἡ непристойность, неуместность Plat.; ἀπρέπειάν τινα ποιεῖν τινος Arst. позорить (своим поведением) кого-л.
|elrutext='''ἀπρέπεια:''' ἡ непристойность, неуместность Plat.; ἀπρέπειάν τινα ποιεῖν τινος Arst. позорить (своим поведением) кого-л.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀπρεπής]]<br />[[unseemly]] [[conduct]]; [[indecency]], [[impropriety]], Plat.
}}
}}

Revision as of 12:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρέπεια Medium diacritics: ἀπρέπεια Low diacritics: απρέπεια Capitals: ΑΠΡΕΠΕΙΑ
Transliteration A: aprépeia Transliteration B: aprepeia Transliteration C: aprepeia Beta Code: a)pre/peia

English (LSJ)

Ep. ἀπρεπίη, ἡ,

   A unseemliness, Pl.R.465b, etc.    2 impropriety in writing, Id.Phdr.274b.    II ugliness, εἴδεος ἀπρεπίη APl.4.319, cf. Dsc.Alex.27.

German (Pape)

[Seite 338] ἡ, Unschicklichkeit, Unanständigkeit, der εὐπρέπεια entgegengesetzt, Plat. Phaedr. 274 b u. sonst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρέπεια: ἡ, ἀπρεπὴς διαγωγή, ἔλλειψις εὐπρεπείας, ἀκοσμία, ἀσχημοσύνη, τὸ τοῦ Κικέρωνος discrepantia, Πλάτ. Πολ. 465C, κτλ. ΙΙ. ἀσχημία, εἴδους ἀπρεπίη (Ἐπ. τύπ.) Ἀνθ. Πλαν. 319.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque de convenance, de régularité.
Étymologie: ἀπρεπής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): ἀπρεπίη AP 16.319
1 falta de decoro, indecencia μὴ ... ἀσχημοσύνην ἀπρέπειάν τε ἐντέκῃ ἀηδῆ Pl.Lg.893a, τῆς πολιτείας Arist.Pol.1270a13, ἐμοὶ μέντοι οὐδεμίαν ἀπρέπειαν ἐμφαίνειν δοκεῖ Sch.Er.Il.19.218, ἀπρέπια PIand.11.8 (III d.C.).
2 inoportunidad δι' ἀπρέπειαν ὀκνῶ καὶ λέγειν Pl.R.465b, εἰς ἀναρμοστίαν καὶ ἀπρέπειαν ἐκβάλλειν Pl.Ep.344d.
3 fealdad, deformidad εἴδεος AP l.c., cf. Dsc.Alex.27.
4 impropiedad al escribir γραφῆς Pl.Phdr.274b
ret. colocación descuidada o poco elegante de las palabras, Sacerd.6.454.29.

Greek Monolingual

η (AM ἀπρέπεια)
έλλειψη ευπρέπειας ή κοσμιότητας
νεοελλ.
κακή, απρεπής ενέργεια
αρχ.
ασχήμια.

Greek Monotonic

ἀπρέπεια: ἡ, ανάρμοστη συμπεριφορά, ακοσμία, έλλειψη ευπρέπειας, ασχημοσύνη, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρέπεια: ἡ непристойность, неуместность Plat.; ἀπρέπειάν τινα ποιεῖν τινος Arst. позорить (своим поведением) кого-л.

Middle Liddell

ἀπρεπής
unseemly conduct; indecency, impropriety, Plat.