ἀθείαστος: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
(1a) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀθείαστος:''' не внушенный богами (μαντείαι Plut.): κατ᾽ ἐπίνοιαν οὐκ ἀθείαστον Plut. по божественному наитию. | |elrutext='''ἀθείαστος:''' не внушенный богами (μαντείαι Plut.): κατ᾽ ἐπίνοιαν οὐκ ἀθείαστον Plut. по божественному наитию. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[θειάζω]]<br />uninspired, Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:35, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A uninspired, οὐκ ἀ. Plu.Cor.33.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non inspiré par la divinité.
Étymologie: ἀ, θειάζω.
Spanish (DGE)
-ον
no inspirado ἐπίνοια οὐκ ἀ. Plu.Cor.33, μαντεία Plu.2.417a.
Greek Monotonic
ἀθείαστος: -ον (θειάζω), αυτός που δεν έχει έμπνευση από τον θεό, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀθείαστος: не внушенный богами (μαντείαι Plut.): κατ᾽ ἐπίνοιαν οὐκ ἀθείαστον Plut. по божественному наитию.
Middle Liddell
θειάζω
uninspired, Plut.