περιστεφής: Difference between revisions
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(nl) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περιστεφής:''' <b class="num">1)</b> увенчанный: περιστεφὴς ἀνθέων [[θήκη]] Soph. убранная цветами могила; [[χώρα]] [[ὄρεσι]] π. Plut. край, опоясанный горами;<br /><b class="num">2)</b> обвивающий(ся) ([[κισσός]] Eur.). | |elrutext='''περιστεφής:'''<br /><b class="num">1)</b> увенчанный: περιστεφὴς ἀνθέων [[θήκη]] Soph. убранная цветами могила; [[χώρα]] [[ὄρεσι]] π. Plut. край, опоясанный горами;<br /><b class="num">2)</b> обвивающий(ся) ([[κισσός]] Eur.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περιστεφής -ές [περιστέφω] pass. omkranst, omringd:. π. ὄρεσι omgeven door bergen Plut. Fab. 6.3. act. omkransend:. κισσός... περιστεφής omkransende klimop Eur. Phoen. 651. | |elnltext=περιστεφής -ές [περιστέφω] pass. omkranst, omringd:. π. ὄρεσι omgeven door bergen Plut. Fab. 6.3. act. omkransend:. κισσός... περιστεφής omkransende klimop Eur. Phoen. 651. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A wreathed, crowned, ἀνθέων π. with a crown of flowers, S.El.895. II Act., twining, encircling, κισσός E.Ph.651 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 594] ές, umkränzt, umgeben; ὁρῶ περιστεφῆ κύκλῳ πάντων ὅσ' ἐστὶν ἀνθέων θήκην πατρός, Soph. El. 883; χώρα ὄρεσι π., Plut. Fab. M. 6, – κισσός, Eur. Phoen. 654, akt.
Greek (Liddell-Scott)
περιστεφής: -ές, περιεστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ἀνθέων π., Σοφ. Ἠλ. 895. ΙΙ. ἐνεργ., περιστέφων, περιβάλλων, κισσὸς Εὐρ. Φοίν. 651.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
couronné.
Étymologie: περιστέφω.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ περιστέφω
αυτός που περιβάλλεται από παντού σαν με στεφάνι, στεφανωμένος ολόγυρα
αρχ.
αυτός που περιτριγυρίζει, που περιβάλλει κάτι, που περικυκλώνει κάτι.
επίρρ...
περιστεφῶς ΜΑ
με τρόπο περιστεφή.
Greek Monotonic
περιστεφής: -ές (στέφω),·
I. στεφανωμένος, εστεμμένος, ἀνθέων περιστεφής, αυτός που έχει στεφάνι από λουλούδια, σε Σοφ.
II. Ενεργ., αυτός που στεφανώνει, που περιβάλλει, κισσός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
περιστεφής:
1) увенчанный: περιστεφὴς ἀνθέων θήκη Soph. убранная цветами могила; χώρα ὄρεσι π. Plut. край, опоясанный горами;
2) обвивающий(ся) (κισσός Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιστεφής -ές [περιστέφω] pass. omkranst, omringd:. π. ὄρεσι omgeven door bergen Plut. Fab. 6.3. act. omkransend:. κισσός... περιστεφής omkransende klimop Eur. Phoen. 651.