ἐγερσιφαής: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐγερσιφᾰής:''' производящий огонь ([[πέτρος]] - v. l. [[λίθος]] Anth.). | |elrutext='''ἐγερσιφᾰής:''' производящий огонь ([[πέτρος]] - v. l. [[λίθος]] Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[φάος]]<br />[[light]]-[[stirring]], ἐγ. [[λίθος]] the [[flint]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A light-stirring, ἐ. πέτρος the flint, AP6.5 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 703] Feuer erweckend; λίθος, Feuerstein, Philp. 22 (VI, 5).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγερσῐφαής: -ές, ὁ τὸ φῶς διεγείρων, φῶς ἐκβάλλων, ἐγ. λίθος, ὁ πυρίτης, Ἀνθ. Π. 6.5.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui fait jaillir la lumière (pierre à feu).
Étymologie: ἐγείρω, φάος.
Spanish (DGE)
(ἐγερσῐφᾰής) -ές
que despierta la luz τὸν ἐγερσιφαῆ, πυρὸς ἔγκυον, ἔμφλογα πέτρον del pedernal AP 6.5 (Philippus).
Greek Monolingual
ἐγερσιφαής, -ές (Α)
(λίθος) που αναδίδει φως, που λάμπει.
Greek Monotonic
ἐγερσῐφαής: -ές (φάος), αυτός που έχει ζωηρό φως, ἐγ. λίθος, ο πυρίτης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγερσιφᾰής: производящий огонь (πέτρος - v. l. λίθος Anth.).