χαλκοάρης: Difference between revisions
From LSJ
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(6) |
(1b) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χαλκοάρης:''' [ᾰ], -ες, γεν. <i>-εος</i>, ποιητ. [[μορφή]] του χαλκ-[[ήρης]], οπλισμένος με όπλα από χαλκό, σε Πίνδ. | |lsmtext='''χαλκοάρης:''' [ᾰ], -ες, γεν. <i>-εος</i>, ποιητ. [[μορφή]] του χαλκ-[[ήρης]], οπλισμένος με όπλα από χαλκό, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χᾰλκο-άρης, ες poet. [[form]] of [[χαλκήρης]]<br />[[brass]]-[[armed]], Pind. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:45, 9 January 2019
German (Pape)
[Seite 1330] ες, od. χαλκοάρας, ὁ, poet. = χαλκήρης, Pind. I. 3, 81. 4, 45.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοάρης: [ᾰ], ες, γεν. εος, ποιητ. ἐκτεταμένος τύπος ἀντὶ χαλκήρης, ὡπλισμένος διὰ χαλκῶν ὅπλων, Πινδ. Ι. 4 (3). 107., 5 (4). 51.
Greek Monolingual
και χαλκοάρας, -ες, Α
(ποιητ. τ.) βλ. χαλκήρης.
Greek Monotonic
χαλκοάρης: [ᾰ], -ες, γεν. -εος, ποιητ. μορφή του χαλκ-ήρης, οπλισμένος με όπλα από χαλκό, σε Πίνδ.