τενθεία: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τενθεία:''' ἡ, [[λιχουδιά]], [[λαιμαργία]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''τενθεία:''' ἡ, [[λιχουδιά]], [[λαιμαργία]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[τενθεία]], ἡ,<br />lickerishness, [[gluttony]], Ar. [from [[τένθης]] | |||
}} | }} |
Revision as of 12:46, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A lickerishness, gluttony, Ar.Av.1691, Alciphr.3.24.
German (Pape)
[Seite 1091] ἡ, das Benagen, Naschen, Leckerei; – Naschlust, Ar. Av. 1689; Alciphr 3, 24.
Greek (Liddell-Scott)
τενθεία: ἡ, γαστριμαργία, λαιμαργία, λιχνεία, «λιχουδιά», Ἀριστοφ. Ὄρν. 1691, Ἀλκίφρων 3. 24.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de sucer ; gourmandise.
Étymologie: τένθης.
Greek Monolingual
ἡ, Α τενθεύω
γαστριμαργία, λαιμαργία («πολλήν τε τενθείαν λέγεις», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
τενθεία: ἡ, λιχουδιά, λαιμαργία, σε Αριστοφ.